Η “Μολυβοσιέπαστη” ήταν μια εκκλησία, κατά την παράδοση, καμωμένη ολότελα από μολύβι, που βρισκόταν σ' ένα χωριό που τόλεγαν Τρουλλινός, στα ανατολικά του σημερινού Καλοπαναγιώτη. Αυτή μαζί μ' όλο το χωριό λέγεται, ότι καταστράφηκε απ' τους Τούρκους. Γύρω απ' την καταστροφή αυτή υπάρχει μια παράδοση, που θα την παραθέσουμε όπως μας την έχει διηγηθή ένας τυφλός γέροντας απ' τον Καλοπαναγιώτη, ο Λουκάς Αντωνίου. Σήμερα η τοποθεσία αυτή διατηρεί το ίδιο όνομα και χρησιμεύει ως καλλιεργήσιμη γή για τους κατοίκους του Καλοπαναγιώτη. Η παράδοση έχει ως εξής : Όταν οι Τούρκοι ήθελαν να κατακτήσουν τον Τρουλλινόν επειδή ορεινό το μέρος και δεν μπορούσαν, χρησιμοποίησαν ένα τρόπο παραπλανητικό. Έβαλαν ένα κι εφώναξε οτι δήθεν οι Τούρκοι θέλουν να συμφωνήσουν με τους χριστιανούς και να μαζευτούν χωρίς να φοβούνται, για να τους διαβάσουν ένα “φιρμάνι” πούφεραν απ' τον “πασιάν” και να πιστέψουν οτι πράγματι δεν θα τους ενοχλούσαν, αλλ' απλώς οτι θα επλήρωναν ένα μικρό φόρο. Οι Χριστιανοί πίστεψαν σ' αυτό κι άρχισαν να μαζεύονται στο μέρος που τους ώρισαν. Αλλ' οι Τούρκοι αντί για συμφωνίες έπαιρναν έναν έναν, τον έσφαζαν και τον παραμέριζαν. Με τον τρόπο αυτόν έσφαξαν όλους τους άνδρες του χωριού, που ήσαν περίπου ενιακόσιοι. Μετά απ' τη σφαγή των ανδρών ώρμησαν στα σπίτια του χωριού κι έσφαξαν όλα τα γυναικόπαιδα που βρήκαν. Στην εξόρμηση τους όμως αυτή την πρόστυχη δεν βρήκαν λεύτερες κοπέλλες, για να ατιμάσουν και να σφάξουν, γιατί είχαν όλες κλειστή στην “Μολυβοσιέπαστη”. Αφού λοιπόν γύρισαν λεηλατώντας όλο το χωριό και δεν τις βρήκαν, πήγαν τότε έχοντας μαζί τους κι έναν βιολάρη Χριστιανό και κάθισαν έξω απ' εκείνη την εκκλησία που τόσο περίεργα ήταν κτισμένη, που την θεωρούσαν σαν ένα μολυβαίνιο κάστρο χωρίς είσοδο, γιατί έτσι όπως ήταν κτισμένη και πόρτες και παράθυρα με μολύβι, δεν ξεχώριζε κανείς την είσοδο. Μέσα στη “Μολυβοσιέπαστη”, όπως είπαμε βρίσκονταν οι λέφτερες κοπέλλες. Μαζί όμως μ' αυτές ήταν και μια νιόπαντρη κοπέλλα που κρατούσε στην αγκαλιά της το μικρό της παιδάκι. Το παιδάκι όμως ... που να μην τόχαν ... σε μια στιγμή έκλαψε κι ακούστηκεν έξω. Ο βιολάρης τότε πούξερε τι τις περίμενε, αν το μάθεναν οι Τούρκοι, θέλοντας να τις σώση, άρχισε να παίξη με το βιολί του ένα τραγούδι πούλεγε : “Πνίξε μάνα το παιδί για να γλυτώσης τη ζωή...” Η μάνα τότε παραγνωρίζοντας, μπροστά στη σωτηρία ιδίως των συντροφισσών της, τη μητρική της στοργή, έβαλε ένα μαξιλάρι πάνω στην κεφαλή του παιδιού, κάθισε πάνω του και το παιδί κατά την παράδοση πέθανε. Οι Τούρκοι που κατάλαβαν το τραγούδι, έπιασαν τον βιολάρην και μετά από πολλα βάσανα βάλανε την κεφαλή του μέσα στα κτένια της καρέκλας και τον σκότωσαν στο ξύλο. Έφεραν ύστερα ξύλα κι έβαλαν φωτιά στην εκκλησία. Το μολύβι τότε έλυωσε κι έπεσε “Μολυβοσιέπαστη” και πλάκωσε όλες χωρίς καμμιά να μπορέση να σωθή. Αυτό το τραγικό τέλος είχαν όλες οι λεύτερες κοπέλλες του Τρουλλινού. Λέγουν ακόμη πως απ' τις σφαγές πούκαμαν οι Τούρκοι έτρεξε τόσο αίμα, που σαν ποταμός παράσυρε ένα δαμαλάκι δυό χρόνων, και οτι μια συκιά που ποτίστηκε με αίμα εκείνο, σώζεται μέχρι σήμερα με κόκκινα σύκα και κόκκινο γάλα. Από την μεγάλη αυτή καταστροφή λέγουν οτι σώθηκε ένα παιδάκι δώδεκα χρόνων που κρύφτηκε μέσα στην καπνοδόχο ένος σπιτιού και που ύστερα και κατοίκησε στην Κατωκοπιά.

Η “Μολυβοσιέπαστη” ήταν μια εκκλησία, κατά την παράδοση, καμωμένη ολότελα από μολύβι, που βρισκόταν σ' ένα χωριό που τόλεγαν Τρουλλινός, στα ανατολικά του σημερινού Καλοπαναγιώτη. Αυτή μαζί μ' όλο το χωριό λέγεται, ότι καταστράφηκε απ' τους Τούρκους. Γύρω απ' την καταστροφή αυτή υπάρχει μια παράδοση, που θα την παραθέσουμε όπως μας την έχει διηγηθή ένας τυφλός γέροντας απ' τον Καλοπαναγιώτη, ο Λουκάς Αντωνίου. Σήμερα η τοποθεσία αυτή διατηρεί το ίδιο όνομα και χρησιμεύει ως καλλιεργήσιμη γή για τους κατοίκους του Καλοπαναγιώτη. Η παράδοση έχει ως εξής : Όταν οι Τούρκοι ήθελαν να κατακτήσουν τον Τρουλλινόν επειδή ορεινό το μέρος και δεν μπορούσαν, χρησιμοποίησαν ένα τρόπο παραπλανητικό. Έβαλαν ένα κι εφώναξε οτι δήθεν οι Τούρκοι θέλουν να συμφωνήσουν με τους χριστιανούς και να μαζευτούν χωρίς να φοβούνται, για να τους διαβάσουν ένα “φιρμάνι” πούφεραν απ' τον “πασιάν” και να πιστέψουν οτι πράγματι δεν θα τους ενοχλούσαν, αλλ' απλώς οτι θα επλήρωναν ένα μικρό φόρο. Οι Χριστιανοί πίστεψαν σ' αυτό κι άρχισαν να μαζεύονται στο μέρος που τους ώρισαν. Αλλ' οι Τούρκοι αντί για συμφωνίες έπαιρναν έναν έναν, τον έσφαζαν και τον παραμέριζαν. Με τον τρόπο αυτόν έσφαξαν όλους τους άνδρες του χωριού, που ήσαν περίπου ενιακόσιοι. Μετά απ' τη σφαγή των ανδρών ώρμησαν στα σπίτια του χωριού κι έσφαξαν όλα τα γυναικόπαιδα που βρήκαν. Στην εξόρμηση τους όμως αυτή την πρόστυχη δεν βρήκαν λεύτερες κοπέλλες, για να ατιμάσουν και να σφάξουν, γιατί είχαν όλες κλειστή στην “Μολυβοσιέπαστη”. Αφού λοιπόν γύρισαν λεηλατώντας όλο το χωριό και δεν τις βρήκαν, πήγαν τότε έχοντας μαζί τους κι έναν βιολάρη Χριστιανό και κάθισαν έξω απ' εκείνη την εκκλησία που τόσο περίεργα ήταν κτισμένη, που την θεωρούσαν σαν ένα μολυβαίνιο κάστρο χωρίς είσοδο, γιατί έτσι όπως ήταν κτισμένη και πόρτες και παράθυρα με μολύβι, δεν ξεχώριζε κανείς την είσοδο. Μέσα στη “Μολυβοσιέπαστη”, όπως είπαμε βρίσκονταν οι λέφτερες κοπέλλες. Μαζί όμως μ' αυτές ήταν και μια νιόπαντρη κοπέλλα που κρατούσε στην αγκαλιά της το μικρό της παιδάκι. Το παιδάκι όμως ... που να μην τόχαν ... σε μια στιγμή έκλαψε κι ακούστηκεν έξω. Ο βιολάρης τότε πούξερε τι τις περίμενε, αν το μάθεναν οι Τούρκοι, θέλοντας να τις σώση, άρχισε να παίξη με το βιολί του ένα τραγούδι πούλεγε : “Πνίξε μάνα το παιδί για να γλυτώσης τη ζωή...” Η μάνα τότε παραγνωρίζοντας, μπροστά στη σωτηρία ιδίως των συντροφισσών της, τη μητρική της στοργή, έβαλε ένα μαξιλάρι πάνω στην κεφαλή του παιδιού, κάθισε πάνω του και το παιδί κατά την παράδοση πέθανε. Οι Τούρκοι που κατάλαβαν το τραγούδι, έπιασαν τον βιολάρην και μετά από πολλα βάσανα βάλανε την κεφαλή του μέσα στα κτένια της καρέκλας και τον σκότωσαν στο ξύλο. Έφεραν ύστερα ξύλα κι έβαλαν φωτιά στην εκκλησία. Το μολύβι τότε έλυωσε κι έπεσε “Μολυβοσιέπαστη” και πλάκωσε όλες χωρίς καμμιά να μπορέση να σωθή. Αυτό το τραγικό τέλος είχαν όλες οι λεύτερες κοπέλλες του Τρουλλινού. Λέγουν ακόμη πως απ' τις σφαγές πούκαμαν οι Τούρκοι έτρεξε τόσο αίμα, που σαν ποταμός παράσυρε ένα δαμαλάκι δυό χρόνων, και οτι μια συκιά που ποτίστηκε με αίμα εκείνο, σώζεται μέχρι σήμερα με κόκκινα σύκα και κόκκινο γάλα. Από την μεγάλη αυτή καταστροφή λέγουν οτι σώθηκε ένα παιδάκι δώδεκα χρόνων που κρύφτηκε μέσα στην καπνοδόχο ένος σπιτιού και που ύστερα και κατοίκησε στην Κατωκοπιά.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Η “Μολυβοσιέπαστη” ήταν μια εκκλησία, κατά την παράδοση, καμωμένη ολότελα από μολύβι, που βρισκόταν σ' ένα χωριό που τόλεγαν Τρουλλινός, στα ανατολικά του σημερινού Καλοπαναγιώτη. Αυτή μαζί μ' όλο το χωριό λέγεται, ότι καταστράφηκε απ' τους Τούρκους. Γύρω απ' την καταστροφή αυτή υπάρχει μια παράδοση, που θα την παραθέσουμε όπως μας την έχει διηγηθή ένας τυφλός γέροντας απ' τον Καλοπαναγιώτη, ο Λουκάς Αντωνίου. Σήμερα η τοποθεσία αυτή διατηρεί το ίδιο όνομα και χρησιμεύει ως καλλιεργήσιμη γή για τους κατοίκους του Καλοπαναγιώτη. Η παράδοση έχει ως εξής : Όταν οι Τούρκοι ήθελαν να κατακτήσουν τον Τρουλλινόν επειδή ορεινό το μέρος και δεν μπορούσαν, χρησιμοποίησαν ένα τρόπο παραπλανητικό. Έβαλαν ένα κι εφώναξε οτι δήθεν οι Τούρκοι θέλουν να συμφωνήσουν με τους χριστιανούς και να μαζευτούν χωρίς να φοβούνται, για να τους διαβάσουν ένα “φιρμάνι” πούφεραν απ' τον “πασιάν” και να πιστέψουν οτι πράγματι δεν θα τους ενοχλούσαν, αλλ' απλώς οτι θα επλήρωναν ένα μικρό φόρο. Οι Χριστιανοί πίστεψαν σ' αυτό κι άρχισαν να μαζεύονται στο μέρος που τους ώρισαν. Αλλ' οι Τούρκοι αντί για συμφωνίες έπαιρναν έναν έναν, τον έσφαζαν και τον παραμέριζαν. Με τον τρόπο αυτόν έσφαξαν όλους τους άνδρες του χωριού, που ήσαν περίπου ενιακόσιοι. Μετά απ' τη σφαγή των ανδρών ώρμησαν στα σπίτια του χωριού κι έσφαξαν όλα τα γυναικόπαιδα που βρήκαν. Στην εξόρμηση τους όμως αυτή την πρόστυχη δεν βρήκαν λεύτερες κοπέλλες, για να ατιμάσουν και να σφάξουν, γιατί είχαν όλες κλειστή στην “Μολυβοσιέπαστη”. Αφού λοιπόν γύρισαν λεηλατώντας όλο το χωριό και δεν τις βρήκαν, πήγαν τότε έχοντας μαζί τους κι έναν βιολάρη Χριστιανό και κάθισαν έξω απ' εκείνη την εκκλησία που τόσο περίεργα ήταν κτισμένη, που την θεωρούσαν σαν ένα μολυβαίνιο κάστρο χωρίς είσοδο, γιατί έτσι όπως ήταν κτισμένη και πόρτες και παράθυρα με μολύβι, δεν ξεχώριζε κανείς την είσοδο. Μέσα στη “Μολυβοσιέπαστη”, όπως είπαμε βρίσκονταν οι λέφτερες κοπέλλες. Μαζί όμως μ' αυτές ήταν και μια νιόπαντρη κοπέλλα που κρατούσε στην αγκαλιά της το μικρό της παιδάκι. Το παιδάκι όμως ... που να μην τόχαν ... σε μια στιγμή έκλαψε κι ακούστηκεν έξω. Ο βιολάρης τότε πούξερε τι τις περίμενε, αν το μάθεναν οι Τούρκοι, θέλοντας να τις σώση, άρχισε να παίξη με το βιολί του ένα τραγούδι πούλεγε : “Πνίξε μάνα το παιδί για να γλυτώσης τη ζωή...” Η μάνα τότε παραγνωρίζοντας, μπροστά στη σωτηρία ιδίως των συντροφισσών της, τη μητρική της στοργή, έβαλε ένα μαξιλάρι πάνω στην κεφαλή του παιδιού, κάθισε πάνω του και το παιδί κατά την παράδοση πέθανε. Οι Τούρκοι που κατάλαβαν το τραγούδι, έπιασαν τον βιολάρην και μετά από πολλα βάσανα βάλανε την κεφαλή του μέσα στα κτένια της καρέκλας και τον σκότωσαν στο ξύλο. Έφεραν ύστερα ξύλα κι έβαλαν φωτιά στην εκκλησία. Το μολύβι τότε έλυωσε κι έπεσε “Μολυβοσιέπαστη” και πλάκωσε όλες χωρίς καμμιά να μπορέση να σωθή. Αυτό το τραγικό τέλος είχαν όλες οι λεύτερες κοπέλλες του Τρουλλινού. Λέγουν ακόμη πως απ' τις σφαγές πούκαμαν οι Τούρκοι έτρεξε τόσο αίμα, που σαν ποταμός παράσυρε ένα δαμαλάκι δυό χρόνων, και οτι μια συκιά που ποτίστηκε με αίμα εκείνο, σώζεται μέχρι σήμερα με κόκκινα σύκα και κόκκινο γάλα. Από την μεγάλη αυτή καταστροφή λέγουν οτι σώθηκε ένα παιδάκι δώδεκα χρόνων που κρύφτηκε μέσα στην καπνοδόχο ένος σπιτιού και που ύστερα και κατοίκησε στην Κατωκοπιά.

Πογιατζής, Σ. Σ.
Πογιατζής, Σ. Σ. (EL)

Παραδόσεις

Κύπρος


1954




Σ. Σ. Πογιατζή, “Η Μολυβοσκέπαστη”, Κύπρος, Μαθητική Εστία, έτος Δ, (1954), αρ. 12, σελ. 136

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/293406



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.