Ήταν πολλοί οι χωριανοί και οι χωρικοί διαβάτες. Περνούσανε σαν κυνηγοί ή στη βοσκή τα πρόβατα να πάνε. Άλλοι καβάλα πέρναγαν πάνω στα ζωντανά τους και πήγαιναν στα Χάλαρα. Κι όντες περνούσαν από εκεί, σε κείνο το σημείο, στεκότανε τα ζωντανά, σκιάζονταν οι άνθρωποι και τα πουλιά πετούσανε και γλυκοκελαϊδούσαν κι' οι θάμνοι αναμεριάζανε, για να τους κάνουν τόπο. Κι' αφήνανε ελεύθερο, κείδα ένασ σημείο, ένα βραχάκι γλυστερό με ένα σημαδάκι. Είχενε μια πατημασιά ΄νος τσαρουχιού σημάδι, που γέμιζε δροσοσταλιές και πίναν τα πουλάκια. Περνούσαν οι περαστικοί, μακραίναν οι διαβάτες κι αφήνανε τον έρημο το βράχο μοναχό του. Μα κάτι παίρνανε μαζί, μια θύμιση ωραία κάτι που τους συγκίναγε και παραξενευόταν. Μα όντες αλλαργεύανε κομμάτι από το βράχο, αρχεύανε το λακριντί και πέταγε η σκέψι. Ώσπου μια μέρα, μια αυγή καθώς γλυκοχαράζει, πετιέτ' ολόρθος, έντρομος ο Νικόλας ο γέρος που ζούσε εκεί στο μαχαλά, στα Χαλάρα πιο πάνω. Κ' είδενε λέει, στον ύπνο του και και σαν στο ξύπνιο του, κάποια κερά στα ολόμαυρα αντίκρυ του να στέκη. Τόνε κοιτούσενε γλυκά και τονε παρεκάλει “να πά να πής στους άρχοντες και σ' όλους τους κατοίκους νάρθουνε και να σκάψουνε εκεί ψηλά στο βράχο. Θάβρουνε το εικόνισμα εμέ της Θεοτοκου, που 'ναι θαμένο από παλιά, κρυμένο από τους Τούρκους, από 'να χέρι χριστιανού, μα πάνε πολλά χρόνια. Τώρα που είναι λεύτεροι, κανέναν δεν φοβούνται. Γιάντα, μαθές, να κρύβιεται στα χώματα θαμένη; Να την ευρούνε λοιπόν κια εκκλησία να γένη. Να τηνε βάλουνε εκεί, ροστάτισσα να είναι της νήσου και του πελάου”. Κι ως είπενε, έκαμαν. Τότε ο γεό Νικολός, το μάθαν' οι άνθρωποι και σκάψανε με υπομονή και σεβασμό μεγάλο. Κι ήταν η χάρη Της εκεί θαμένη από χρόνια και τους καρτέαε αυτούς να τήνε αναστήσουν. Αφού ευρέθη το λοιπόν η εικόνα της Παρθένας, βαλθήκανε ολημερίς τον οίκον Της να φτιάξουν. Μαζόχτηκαν πολλοί πιστοί, μαστόροι, μαστοράδες κι αρχέψανε να χτίζουνε μια όμορφη κλησούλα. Έκαμανε αγιασμό, κάνανε το σταυρό τους και την παρακαλούσανε για να τους βοηθήση να φτιάξουνε στη χάρη Της οτι τους εζητούσε. Μα όσο κι αν παρακάλιενε καθένας από δαύτους, ολημερίς εχτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Κι είπανε να μπούνε στη σειρά μια νύχτα ο καθένας να φυλάξουν και να δούν ποιός χαλά το χτίσμα. Και κάθισε τη μια φορά ο πρώτος για τη βάρδια κι είδενε κεί μές στης νυχτιάς την περασμένην ώρα, ένα φωτάκι πούτρεμε και ανάργιεβε εμπρός του. Μα ώσπου να δή τη φλόγα του κι ώσπου να κταλάβη αν είναι φώς αληθινό για το φώς των ομμάτιών του, τόδεβε να κατρακυλά κι απέ ν' ανηφορίζη στο βράχο τον αντικρυνό όπου τι κύσμα εσπούσε. Στάθηνε κεί και άναβγιε και μήτε αγέρας, μα μήτε κι η απόσταση το σβήσαν όλη νύχτα. Κι είπεν ο άνθρωπος αυτός, ο πρώτος απ' την βάρδια, τι έβλεπε ολινυχτίς κι οτι δεν ήταν ψέμα. Ωρκίζονταν στα κόκκαλα όλων των πεθαμένων και στ' όνομα της Παναγίας. Οι άλλοι κυτταταχτήκανε, κούνησαν το κεφάλι και βγάλανε το νόημα πως τούτος κουζουλάθη και πως του πήραν τα στοιχιά το νού, το λοϊκό του, αφού 'βλεπε τέτοια νυχτιά που άνεμος λυσσούσε, μια φλογίτσα τόση δα να περπατά μονάχη και να μη σβίεται . Κι είπαν να βάλουνε ξανά άλλονε να φυλάξη πιό έξυπνο και πιο σοφό, μπας κι εύρη την αλήθεια. Ως κι έγινε. Εφύλάξε και ο δεύτερος ετούτος, μα μ' όλη τη σοφία και το πολύ μυαλό του δεν μπόριενε να μη το πη πως έβλεπ' όλη νύχτα μια φλοιγίτσα ν' ανάβγη κεί εμπρός του κι ύστερις κατηφόριζε και πήεναι στα βράχια που τάδερνε η θάλασσα καθώς λυσσομανούσε, Κι είπαννε πως κι ο δεύτερος τούτος κουζουλάθη και βάλανε ένα παπά με το σταυρό αντάμα, γι αν φυλάξη ολονυχτίς μπάς κι εύρυ την αλήθεια. Μα είπε τα ίδια κι ο παπά, όπως και οι άλλοι δύο, πως τ' όντι άναβγ' ένα φώς εκεί στην εκκλησία που χτίζανε ολημερίς και χάλανε τη νύχτα. Είπεν ακόμα ευλαβικά, κάνοντας το σταυρό του, πως η κερά η Παναγιά, εκείνη χαλούσε γιατι μαθές η πεθυμιά. Εκείνης ήταν άλλη κι έδειχνε δα με το κερί που έπρεπε να γένη το εκκλησάκι πούθελε. Όλοι σκεφτήκαν καλά κι είπανε πως θα γένη της χάρης Της η πεθυμιά. Κι αφήκανε το χάλασμα της πρώτης εκκλησίας που χτίζνε εκεί σιμά εις το γυρτό το βράχο, πούχενε την πατημασιά 'νος τσαρουχιού σημάδι κι ως λέαν, η πατημασιά ήταν της Παναγίας. Τ' σφήκανε λοιπόν αυτά τα πρώτα κατατόπια κι αμοληθήκανε μαζί για μνέα εκκλησία. Πήανε και τη χτίσανε κεί στους ξερούς τους βράχους.

Ήταν πολλοί οι χωριανοί και οι χωρικοί διαβάτες. Περνούσανε σαν κυνηγοί ή στη βοσκή τα πρόβατα να πάνε. Άλλοι καβάλα πέρναγαν πάνω στα ζωντανά τους και πήγαιναν στα Χάλαρα. Κι όντες περνούσαν από εκεί, σε κείνο το σημείο, στεκότανε τα ζωντανά, σκιάζονταν οι άνθρωποι και τα πουλιά πετούσανε και γλυκοκελαϊδούσαν κι' οι θάμνοι αναμεριάζανε, για να τους κάνουν τόπο. Κι' αφήνανε ελεύθερο, κείδα ένασ σημείο, ένα βραχάκι γλυστερό με ένα σημαδάκι. Είχενε μια πατημασιά ΄νος τσαρουχιού σημάδι, που γέμιζε δροσοσταλιές και πίναν τα πουλάκια. Περνούσαν οι περαστικοί, μακραίναν οι διαβάτες κι αφήνανε τον έρημο το βράχο μοναχό του. Μα κάτι παίρνανε μαζί, μια θύμιση ωραία κάτι που τους συγκίναγε και παραξενευόταν. Μα όντες αλλαργεύανε κομμάτι από το βράχο, αρχεύανε το λακριντί και πέταγε η σκέψι. Ώσπου μια μέρα, μια αυγή καθώς γλυκοχαράζει, πετιέτ' ολόρθος, έντρομος ο Νικόλας ο γέρος που ζούσε εκεί στο μαχαλά, στα Χαλάρα πιο πάνω. Κ' είδενε λέει, στον ύπνο του και και σαν στο ξύπνιο του, κάποια κερά στα ολόμαυρα αντίκρυ του να στέκη. Τόνε κοιτούσενε γλυκά και τονε παρεκάλει “να πά να πής στους άρχοντες και σ' όλους τους κατοίκους νάρθουνε και να σκάψουνε εκεί ψηλά στο βράχο. Θάβρουνε το εικόνισμα εμέ της Θεοτοκου, που 'ναι θαμένο από παλιά, κρυμένο από τους Τούρκους, από 'να χέρι χριστιανού, μα πάνε πολλά χρόνια. Τώρα που είναι λεύτεροι, κανέναν δεν φοβούνται. Γιάντα, μαθές, να κρύβιεται στα χώματα θαμένη; Να την ευρούνε λοιπόν κια εκκλησία να γένη. Να τηνε βάλουνε εκεί, ροστάτισσα να είναι της νήσου και του πελάου”. Κι ως είπενε, έκαμαν. Τότε ο γεό Νικολός, το μάθαν' οι άνθρωποι και σκάψανε με υπομονή και σεβασμό μεγάλο. Κι ήταν η χάρη Της εκεί θαμένη από χρόνια και τους καρτέαε αυτούς να τήνε αναστήσουν. Αφού ευρέθη το λοιπόν η εικόνα της Παρθένας, βαλθήκανε ολημερίς τον οίκον Της να φτιάξουν. Μαζόχτηκαν πολλοί πιστοί, μαστόροι, μαστοράδες κι αρχέψανε να χτίζουνε μια όμορφη κλησούλα. Έκαμανε αγιασμό, κάνανε το σταυρό τους και την παρακαλούσανε για να τους βοηθήση να φτιάξουνε στη χάρη Της οτι τους εζητούσε. Μα όσο κι αν παρακάλιενε καθένας από δαύτους, ολημερίς εχτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Κι είπανε να μπούνε στη σειρά μια νύχτα ο καθένας να φυλάξουν και να δούν ποιός χαλά το χτίσμα. Και κάθισε τη μια φορά ο πρώτος για τη βάρδια κι είδενε κεί μές στης νυχτιάς την περασμένην ώρα, ένα φωτάκι πούτρεμε και ανάργιεβε εμπρός του. Μα ώσπου να δή τη φλόγα του κι ώσπου να κταλάβη αν είναι φώς αληθινό για το φώς των ομμάτιών του, τόδεβε να κατρακυλά κι απέ ν' ανηφορίζη στο βράχο τον αντικρυνό όπου τι κύσμα εσπούσε. Στάθηνε κεί και άναβγιε και μήτε αγέρας, μα μήτε κι η απόσταση το σβήσαν όλη νύχτα. Κι είπεν ο άνθρωπος αυτός, ο πρώτος απ' την βάρδια, τι έβλεπε ολινυχτίς κι οτι δεν ήταν ψέμα. Ωρκίζονταν στα κόκκαλα όλων των πεθαμένων και στ' όνομα της Παναγίας. Οι άλλοι κυτταταχτήκανε, κούνησαν το κεφάλι και βγάλανε το νόημα πως τούτος κουζουλάθη και πως του πήραν τα στοιχιά το νού, το λοϊκό του, αφού 'βλεπε τέτοια νυχτιά που άνεμος λυσσούσε, μια φλογίτσα τόση δα να περπατά μονάχη και να μη σβίεται . Κι είπαν να βάλουνε ξανά άλλονε να φυλάξη πιό έξυπνο και πιο σοφό, μπας κι εύρη την αλήθεια. Ως κι έγινε. Εφύλάξε και ο δεύτερος ετούτος, μα μ' όλη τη σοφία και το πολύ μυαλό του δεν μπόριενε να μη το πη πως έβλεπ' όλη νύχτα μια φλοιγίτσα ν' ανάβγη κεί εμπρός του κι ύστερις κατηφόριζε και πήεναι στα βράχια που τάδερνε η θάλασσα καθώς λυσσομανούσε, Κι είπαννε πως κι ο δεύτερος τούτος κουζουλάθη και βάλανε ένα παπά με το σταυρό αντάμα, γι αν φυλάξη ολονυχτίς μπάς κι εύρυ την αλήθεια. Μα είπε τα ίδια κι ο παπά, όπως και οι άλλοι δύο, πως τ' όντι άναβγ' ένα φώς εκεί στην εκκλησία που χτίζανε ολημερίς και χάλανε τη νύχτα. Είπεν ακόμα ευλαβικά, κάνοντας το σταυρό του, πως η κερά η Παναγιά, εκείνη χαλούσε γιατι μαθές η πεθυμιά. Εκείνης ήταν άλλη κι έδειχνε δα με το κερί που έπρεπε να γένη το εκκλησάκι πούθελε. Όλοι σκεφτήκαν καλά κι είπανε πως θα γένη της χάρης Της η πεθυμιά. Κι αφήκανε το χάλασμα της πρώτης εκκλησίας που χτίζνε εκεί σιμά εις το γυρτό το βράχο, πούχενε την πατημασιά 'νος τσαρουχιού σημάδι κι ως λέαν, η πατημασιά ήταν της Παναγίας. Τ' σφήκανε λοιπόν αυτά τα πρώτα κατατόπια κι αμοληθήκανε μαζί για μνέα εκκλησία. Πήανε και τη χτίσανε κεί στους ξερούς τους βράχους.
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Ήταν πολλοί οι χωριανοί και οι χωρικοί διαβάτες. Περνούσανε σαν κυνηγοί ή στη βοσκή τα πρόβατα να πάνε. Άλλοι καβάλα πέρναγαν πάνω στα ζωντανά τους και πήγαιναν στα Χάλαρα. Κι όντες περνούσαν από εκεί, σε κείνο το σημείο, στεκότανε τα ζωντανά, σκιάζονταν οι άνθρωποι και τα πουλιά πετούσανε και γλυκοκελαϊδούσαν κι' οι θάμνοι αναμεριάζανε, για να τους κάνουν τόπο. Κι' αφήνανε ελεύθερο, κείδα ένασ σημείο, ένα βραχάκι γλυστερό με ένα σημαδάκι. Είχενε μια πατημασιά ΄νος τσαρουχιού σημάδι, που γέμιζε δροσοσταλιές και πίναν τα πουλάκια. Περνούσαν οι περαστικοί, μακραίναν οι διαβάτες κι αφήνανε τον έρημο το βράχο μοναχό του. Μα κάτι παίρνανε μαζί, μια θύμιση ωραία κάτι που τους συγκίναγε και παραξενευόταν. Μα όντες αλλαργεύανε κομμάτι από το βράχο, αρχεύανε το λακριντί και πέταγε η σκέψι. Ώσπου μια μέρα, μια αυγή καθώς γλυκοχαράζει, πετιέτ' ολόρθος, έντρομος ο Νικόλας ο γέρος που ζούσε εκεί στο μαχαλά, στα Χαλάρα πιο πάνω. Κ' είδενε λέει, στον ύπνο του και και σαν στο ξύπνιο του, κάποια κερά στα ολόμαυρα αντίκρυ του να στέκη. Τόνε κοιτούσενε γλυκά και τονε παρεκάλει “να πά να πής στους άρχοντες και σ' όλους τους κατοίκους νάρθουνε και να σκάψουνε εκεί ψηλά στο βράχο. Θάβρουνε το εικόνισμα εμέ της Θεοτοκου, που 'ναι θαμένο από παλιά, κρυμένο από τους Τούρκους, από 'να χέρι χριστιανού, μα πάνε πολλά χρόνια. Τώρα που είναι λεύτεροι, κανέναν δεν φοβούνται. Γιάντα, μαθές, να κρύβιεται στα χώματα θαμένη; Να την ευρούνε λοιπόν κια εκκλησία να γένη. Να τηνε βάλουνε εκεί, ροστάτισσα να είναι της νήσου και του πελάου”. Κι ως είπενε, έκαμαν. Τότε ο γεό Νικολός, το μάθαν' οι άνθρωποι και σκάψανε με υπομονή και σεβασμό μεγάλο. Κι ήταν η χάρη Της εκεί θαμένη από χρόνια και τους καρτέαε αυτούς να τήνε αναστήσουν. Αφού ευρέθη το λοιπόν η εικόνα της Παρθένας, βαλθήκανε ολημερίς τον οίκον Της να φτιάξουν. Μαζόχτηκαν πολλοί πιστοί, μαστόροι, μαστοράδες κι αρχέψανε να χτίζουνε μια όμορφη κλησούλα. Έκαμανε αγιασμό, κάνανε το σταυρό τους και την παρακαλούσανε για να τους βοηθήση να φτιάξουνε στη χάρη Της οτι τους εζητούσε. Μα όσο κι αν παρακάλιενε καθένας από δαύτους, ολημερίς εχτίζανε το βράδυ γκρεμιζόταν. Κι είπανε να μπούνε στη σειρά μια νύχτα ο καθένας να φυλάξουν και να δούν ποιός χαλά το χτίσμα. Και κάθισε τη μια φορά ο πρώτος για τη βάρδια κι είδενε κεί μές στης νυχτιάς την περασμένην ώρα, ένα φωτάκι πούτρεμε και ανάργιεβε εμπρός του. Μα ώσπου να δή τη φλόγα του κι ώσπου να κταλάβη αν είναι φώς αληθινό για το φώς των ομμάτιών του, τόδεβε να κατρακυλά κι απέ ν' ανηφορίζη στο βράχο τον αντικρυνό όπου τι κύσμα εσπούσε. Στάθηνε κεί και άναβγιε και μήτε αγέρας, μα μήτε κι η απόσταση το σβήσαν όλη νύχτα. Κι είπεν ο άνθρωπος αυτός, ο πρώτος απ' την βάρδια, τι έβλεπε ολινυχτίς κι οτι δεν ήταν ψέμα. Ωρκίζονταν στα κόκκαλα όλων των πεθαμένων και στ' όνομα της Παναγίας. Οι άλλοι κυτταταχτήκανε, κούνησαν το κεφάλι και βγάλανε το νόημα πως τούτος κουζουλάθη και πως του πήραν τα στοιχιά το νού, το λοϊκό του, αφού 'βλεπε τέτοια νυχτιά που άνεμος λυσσούσε, μια φλογίτσα τόση δα να περπατά μονάχη και να μη σβίεται . Κι είπαν να βάλουνε ξανά άλλονε να φυλάξη πιό έξυπνο και πιο σοφό, μπας κι εύρη την αλήθεια. Ως κι έγινε. Εφύλάξε και ο δεύτερος ετούτος, μα μ' όλη τη σοφία και το πολύ μυαλό του δεν μπόριενε να μη το πη πως έβλεπ' όλη νύχτα μια φλοιγίτσα ν' ανάβγη κεί εμπρός του κι ύστερις κατηφόριζε και πήεναι στα βράχια που τάδερνε η θάλασσα καθώς λυσσομανούσε, Κι είπαννε πως κι ο δεύτερος τούτος κουζουλάθη και βάλανε ένα παπά με το σταυρό αντάμα, γι αν φυλάξη ολονυχτίς μπάς κι εύρυ την αλήθεια. Μα είπε τα ίδια κι ο παπά, όπως και οι άλλοι δύο, πως τ' όντι άναβγ' ένα φώς εκεί στην εκκλησία που χτίζανε ολημερίς και χάλανε τη νύχτα. Είπεν ακόμα ευλαβικά, κάνοντας το σταυρό του, πως η κερά η Παναγιά, εκείνη χαλούσε γιατι μαθές η πεθυμιά. Εκείνης ήταν άλλη κι έδειχνε δα με το κερί που έπρεπε να γένη το εκκλησάκι πούθελε. Όλοι σκεφτήκαν καλά κι είπανε πως θα γένη της χάρης Της η πεθυμιά. Κι αφήκανε το χάλασμα της πρώτης εκκλησίας που χτίζνε εκεί σιμά εις το γυρτό το βράχο, πούχενε την πατημασιά 'νος τσαρουχιού σημάδι κι ως λέαν, η πατημασιά ήταν της Παναγίας. Τ' σφήκανε λοιπόν αυτά τα πρώτα κατατόπια κι αμοληθήκανε μαζί για μνέα εκκλησία. Πήανε και τη χτίσανε κεί στους ξερούς τους βράχους.

Άγνωστος συλλογέας
Άγνωστος συλλογέας (EL)

Παραδόσεις

Κέα


1972




Περιοδ. “Το νησάκι μας η Κέα”, ετ. 21 ον Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 1972, τευχ. 235 – 237, σελ. 11

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/293409



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.