Τον καιρό που η πικρή σκλαβιά απλωνότανε στην Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, ζούσανε οι Τριμμάτιες, φυλή άγρια που τρεφότανε με αίμα ανθρωπινό, ληστές που τους γεννούσε ξαφνικά η αφρισμένη θάλασσα. Από τ’ Όθος ξεκίνησεν ο Παπάς, στοις δύο που τα μεσάνυκτα για να κατεβή στον Αφιάρτη να λειτουργήση το μοναστηράκι τ’ Άι Γιωργιού. Βουνά,λαγκάδια περνούσαν καβάλλα στη φοράδα του την ψρή, αυτός κι ο ψυχογυιός του, παιδί χρονώνε δώδεκα, μα μήτε φαντάσματα παντήσανε πουθενά, μήτε ξωτικά, γιατί ο Παπάς μπήκε στη λειτουργία, κι ο μικρός πότε στη φωτιά πρόσεχε, που’χεν ανάψει απ’έξω στη γωνιά, και πότε βοηθούσε στο ψαλτήρι. Την ώρα που θα ‘βγαινε ο Βασιλέας, ζήτησεν ο Παπάς κάρβουνα, κι ο ψυχογιός παίρνοντας το θυμιατό βγήκε τρεχάτος να τα φέρη, μα στη στιγμή γύρισε τρομαγμένος από κάτι ξαφνικό! -<Τι έπαθες ;> τον ρωτά ανήσυχος από μια κακή προαίσθησι> ο Παπάς. –Περπατούνε και τα κλαδιά πατέρα; Λέει μπερδεμένα ο μικρός. –< Όχι παιδί μου> του’πε, όσο μπορούσε πιο ψύχραιμα, μα το αίμα μαζεύτηκε στην καρδιά του γιατί μάντεψε το ανέλπιστο κακό. –Μα έλα να δής!> Δειλά, δειλά προβάλλει ο Παπάς στην πόρτα και βλέπει στο δρόμο που ανέβαινεν απ’τη θάλασσα κάτι πελώρια κλαδιά να σαλεύουν προς το μέρος τους. <Οι Τριμμάτιες!> ψιθύρισεν απελπιστικά. <Οι Τριμμάτιες!> ξανάπε τρεμουλιαστά ο Θανάσης και σαν καρφωμένος άνοιξε τα σβησμένα μάτια του ακκουμπώντας στον τοίχο. Είχ’ ακούσει γι’αυτούς από τρομαχτικές διηγήσεις των χωριανών του και η καρδιά του πήγε να σπάση… Κοιταχθήκανε βουβά μια στιγμή κι’οι δύο, κατκίτρινοι από το φόβο. <-Ναι παιδί μου πίσω από κάθε κλαδί κι ένας Τριμμάτις κρύβεται κι έτσι αποαπόκριά δεν τους βλέπεις… Χαθήκαμε παιδί μου τώρα!> -Άς φύγουμε πατέρα.. –Μα πώς ; νάτους είναι πολύ κοντά και τόσοι πολλοί!! Μονάχα την πόρτα πρόφτασε να κλείση και να βάλη το σιδερόκοντη και την ίδια στιγμή άγρια φωνή αντήχησε στη θολωτή σκεπή. <Άνοιξε!άνοιξε,τραγόπαπα,δε θα γλυτώσης>και κτύπος δυνατός στην πόρτα εσειούσε συθέμελα το εκκλησιδάκι. Το βλέμμα του το δακρυσμένο ο Παπάς έστρεψε προς την εικόνα του αγίου κι’απ’την ατάραχη μορφή της πήρε θάρρος και δύναμι. -<Περιμένετε, παλληκάρια μου, και σαν τελειώση η λειτουργία παραδίνομαι μόνος μου αλλιώς, θα με μαρμαρώση ο άγιος!> Κι αυτοί σαν από θεία φώτισι πιστέψανε ασυλλόγιστα στα λόγια του και ξαπλωθήκανε δίπλα στην πόρτα στο μοσκομυρωδάτο χώμα, κάτω απ’τη γλυκειά πρωινή λιακάδα που σιγά σιγά βάρυνε τα μάτια τους τα ματοκόκκινα και τους αποκοίμισε… Με τρόμο και πίστι αληθινή στον ύψιστο, ο λειτουργός πρόσφερε την ψύχη του δακρύζοντας σιωπηλά, και καταπίνοντας τα δάκρυά του που θερμά κυλούσανε ως τα χείλη, για τον κόσμο που θάχανε και για τα παιδάκια του, που άδικα θα τον περίμεναν στο χωριό και λαχταρούσε η καρδιά του να’ναι ατέλειωτη η λειτουργία. Σαν τελέιωσε την άγια Κοινωνία και ετοιμάσθηκε για τον θάνατο, κοίταξε μια την πόρτα και μια την εικόνα βουβά ζητώντας βοήθεια. Ένα θεικό θάρρος γέμισε την ψυχή του και στ’ακροδάχτυλα πατώντας προχώρησε στην πόρτα και τι βλέπει..! Οι Τριμμάτιες! Τους είχε πάρει ο ύπνος. Σαν μαύρες σκιές, σαν βορβόλακες, του φανήκανε, γιατί δεν τους είχε ξαναδή από τόσο κοντά. Τα χέρια και τα πόδια τως σαν κορμοί δέντρων! <Θεέ μου και ξεμίστευε τον κόσμο, εγώ τόπαθα, άλλος να μην το πάθη> εμουρμούρισε ο καλός Παπάς. Η άγρια ψυχή τως εφανερώτο στην αναπνοή των, που ανέβαινε στον αέρα σαν αχνός από νερό που βιαστικά χοχλάζει, και στα νύχια τους! Θεέ μου! Στην κρίσιμη αυτή στιγμή του μεγάλου κινδύνου παίρνοντας ο Παπάς μια υπερφυσική δύναμι, τρέχει προς την Αγία Τράπεζα, διπλώνει τα ιερά, και απ’την πίσω σκαλότρυπα τα ρίχνει έξω, ύστερα αρπάζει στον ώμο τον άφωνο ψυχογυιό του και με προσοχή αφάνταστη ανοίγει την πόρτα και σαν νυκτοπούλλι, αθόρυβα διασκελίζει ένα, ένα, τους ξωρκισμένους, που η θεία χάρι τους είχε αποναρκώσει μακάρια… Η κακομοίρα η φοράδα που σα να προαισθάνετο πως κάτι είχε συμβή στάφεντικό της περίμενε με τρουλλωμένα τα’αφτιά. Ο Παπάς τη χάιδεψε με τρεμουλιαστή ματιά κι ανέβηκε,αφού έδεσε το παιδί στα καπούλια και το δισάκκι με τα ιερά στη σέλλα το έξυπνο ζώο πέταξε σαν φτερωτό. Από το πάτημά της το τιναχτό ξυπνύσανε οι κοιμισμένοι Τριμμάτιες και ουρλιάσανε σαν τσακάλια, όταν αντίκρυσαν ορθάνοιχτη ην πόρτα. <Μας ξέφυγε, μωρέ το σκυλλί, εφώναξαν>. -<Θα τον πίασω, δεθα γλυτώση> εμούγκρισε το πρωτοπαλλήκαρο, και χύθηκε καταπάνω του, σαν γεράκι που από την πείνα μαυρίσανε τα μάτια του. Καιρός δε χάθηκε για συζήτησι και όλοι τον ακολουθούνε… Έφευγε η φοράδα σαν σαίττα και στο πέρασμά της οι βράχοι κατρακυλούσανε και τα κλαδιά παραμέριζαν, μα και οι Τριμμάτιες λυσσασμένοι την κυνηγούσαν από πίσω και της έρριχναν σαίττες κι όλο σιμώνανε κ’όλο σιμώνανε… Ο Παπάς είχε τα μάτια του κλειστά κι ούτε αισθανότανε, ούτε άκουε. Μονάχα μια αμυδρή ελπίδα του έμενε να γλυτώση με του Θεού τη δύναμι. Και των Τριμμάτιων η ψυχή άναβε από την άγρια λύσσα. Και τρέχουν… τρέχουν… Περνά μια ώρα,δύο ώρες κι ακόμη. Τώρα πια ανεβαίνανε μια πλαγιά του βουνού, που από τότε τη βγάλανε τα’αλόγου το ραχί, αποσταμένοι όλοι, και η φοράδα έβαλε όλα της τα δυνατά, για να κρατιέται σε μια μικρή απόστασι από τον αρχιτριμμάτι. Σε μια στιγμή που η φοράδα απογύρισε από μια κακοτοπιά, κόβει ο Τριμμάτις λοξά και φτάνει τη φοράδα στην κορυφή του βουνού που το λένε Πλάκες… Τι τρομερή στιγμή!... Αρπάζει τάλογο απ’την ουρά, μα κείνο με μια κίνησι απότομη του ξεφεύγει.. Το αρπάζει ξανά και χώνει τα σιδερόδοντά του στη σάρκα του. Απ’τον τρομερό πόνο το δύστυχο το ζώο πετάχτηκε ψηλά και χτυπώντας τον στην απελπισία του με τ’αναμμένα πέταλα,ανάμεσα στο κούτελλο, τον αξαπλώνει νεκρό, πλατύ στο στενό δρόμο… Στην πλάκα που χτυπήσανε τα μπροστινά πόδια της φοράδας, φαίνονται ακόμη σήμερα και τα σημάδια των πετάλων. Ο Παπάς σώθηκε… Αλλά το πιο ανεξάλειπτο σημάδι κι’από την σφραγίδα των πετάλων είναι η ζωντανή και αξέχαστη παράδοσι στη ψυχή του Καρπαθιακού λαού. (Τριμμάτιες : Πειραταί τρομεροί που κάνανε συχνότατες επιδρομές στα χωριά που βρισκότανε στα παράλια του νησιού μας. Τόσο άγριοι και τόσο βάρβαροι ήτανε που μόνο στο όνομά τους έτρεμε ο κόσμος. Γι’αυτό τους φανταζότανε σαν τέρατα, σαν υπερφυσικούς γίγαντες και έπλασε πολλές ιστορίες γι’αυτούς. Είχανε δυο μάτια στο μέτωπο κι’ ένα στο πίσω μέρος της κεφαλής έτσι έβλεπε συγχρόνως μπροστά και πίσω. Όταν βγαίνανε στη στεριά κόβανε πελώρια κλαδιά δέντρων και βάζοντάς τα μπροστά τους, περιπατούσανε αθώρητοι από τον κόσμο. Όθος: μεσόγειο χωριό με 200 σπίτια, χτισμένο στην υπώρεια της Μέλλουρας (ίδε εικ. Σελ. 200). Κατά την παράδοση το Όθος ήταν στον Αφιάρτη κατοικημένο και από το φ’οβο των πειρατών μετεφέρθη στα μεσόγεια. Αφιάρτη : H μεγαλύτερη και ευφορώτερη πεδιάδα της Καρπ. Εδώ ήτανε μια φορά μεγάλη πολιτεία (στα Κατελύματα) όπου ήτο και το Όθος, του οποίου οι κάτοικοι έχουν ακόμη σήμερα πολλά κτήματα, αν και είναι είς απόστασιν 4-5 ωρών και έξω από την σημερινή αγροτική περιφέρειά των. Σιδερόκοντης,ο = εσωτερικός περάτης της πόρτας. Πλάκες :Βουνό που απ’την κορφή του πρωτοβλέπεις το Όθος,γυρνώντας από τον Αφιάρτη.)

Τον καιρό που η πικρή σκλαβιά απλωνότανε στην Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, ζούσανε οι Τριμμάτιες, φυλή άγρια που τρεφότανε με αίμα ανθρωπινό, ληστές που τους γεννούσε ξαφνικά η αφρισμένη θάλασσα. Από τ’ Όθος ξεκίνησεν ο Παπάς, στοις δύο που τα μεσάνυκτα για να κατεβή στον Αφιάρτη να λειτουργήση το μοναστηράκι τ’ Άι Γιωργιού. Βουνά,λαγκάδια περνούσαν καβάλλα στη φοράδα του την ψρή, αυτός κι ο ψυχογυιός του, παιδί χρονώνε δώδεκα, μα μήτε φαντάσματα παντήσανε πουθενά, μήτε ξωτικά, γιατί ο Παπάς μπήκε στη λειτουργία, κι ο μικρός πότε στη φωτιά πρόσεχε, που’χεν ανάψει απ’έξω στη γωνιά, και πότε βοηθούσε στο ψαλτήρι. Την ώρα που θα ‘βγαινε ο Βασιλέας, ζήτησεν ο Παπάς κάρβουνα, κι ο ψυχογιός παίρνοντας το θυμιατό βγήκε τρεχάτος να τα φέρη, μα στη στιγμή γύρισε τρομαγμένος από κάτι ξαφνικό! -<Τι έπαθες ;> τον ρωτά ανήσυχος από μια κακή προαίσθησι> ο Παπάς. –Περπατούνε και τα κλαδιά πατέρα; Λέει μπερδεμένα ο μικρός. –< Όχι παιδί μου> του’πε, όσο μπορούσε πιο ψύχραιμα, μα το αίμα μαζεύτηκε στην καρδιά του γιατί μάντεψε το ανέλπιστο κακό. –Μα έλα να δής!> Δειλά, δειλά προβάλλει ο Παπάς στην πόρτα και βλέπει στο δρόμο που ανέβαινεν απ’τη θάλασσα κάτι πελώρια κλαδιά να σαλεύουν προς το μέρος τους. <Οι Τριμμάτιες!> ψιθύρισεν απελπιστικά. <Οι Τριμμάτιες!> ξανάπε τρεμουλιαστά ο Θανάσης και σαν καρφωμένος άνοιξε τα σβησμένα μάτια του ακκουμπώντας στον τοίχο. Είχ’ ακούσει γι’αυτούς από τρομαχτικές διηγήσεις των χωριανών του και η καρδιά του πήγε να σπάση… Κοιταχθήκανε βουβά μια στιγμή κι’οι δύο, κατκίτρινοι από το φόβο. <-Ναι παιδί μου πίσω από κάθε κλαδί κι ένας Τριμμάτις κρύβεται κι έτσι αποαπόκριά δεν τους βλέπεις… Χαθήκαμε παιδί μου τώρα!> -Άς φύγουμε πατέρα.. –Μα πώς ; νάτους είναι πολύ κοντά και τόσοι πολλοί!! Μονάχα την πόρτα πρόφτασε να κλείση και να βάλη το σιδερόκοντη και την ίδια στιγμή άγρια φωνή αντήχησε στη θολωτή σκεπή. <Άνοιξε!άνοιξε,τραγόπαπα,δε θα γλυτώσης>και κτύπος δυνατός στην πόρτα εσειούσε συθέμελα το εκκλησιδάκι. Το βλέμμα του το δακρυσμένο ο Παπάς έστρεψε προς την εικόνα του αγίου κι’απ’την ατάραχη μορφή της πήρε θάρρος και δύναμι. -<Περιμένετε, παλληκάρια μου, και σαν τελειώση η λειτουργία παραδίνομαι μόνος μου αλλιώς, θα με μαρμαρώση ο άγιος!> Κι αυτοί σαν από θεία φώτισι πιστέψανε ασυλλόγιστα στα λόγια του και ξαπλωθήκανε δίπλα στην πόρτα στο μοσκομυρωδάτο χώμα, κάτω απ’τη γλυκειά πρωινή λιακάδα που σιγά σιγά βάρυνε τα μάτια τους τα ματοκόκκινα και τους αποκοίμισε… Με τρόμο και πίστι αληθινή στον ύψιστο, ο λειτουργός πρόσφερε την ψύχη του δακρύζοντας σιωπηλά, και καταπίνοντας τα δάκρυά του που θερμά κυλούσανε ως τα χείλη, για τον κόσμο που θάχανε και για τα παιδάκια του, που άδικα θα τον περίμεναν στο χωριό και λαχταρούσε η καρδιά του να’ναι ατέλειωτη η λειτουργία. Σαν τελέιωσε την άγια Κοινωνία και ετοιμάσθηκε για τον θάνατο, κοίταξε μια την πόρτα και μια την εικόνα βουβά ζητώντας βοήθεια. Ένα θεικό θάρρος γέμισε την ψυχή του και στ’ακροδάχτυλα πατώντας προχώρησε στην πόρτα και τι βλέπει..! Οι Τριμμάτιες! Τους είχε πάρει ο ύπνος. Σαν μαύρες σκιές, σαν βορβόλακες, του φανήκανε, γιατί δεν τους είχε ξαναδή από τόσο κοντά. Τα χέρια και τα πόδια τως σαν κορμοί δέντρων! <Θεέ μου και ξεμίστευε τον κόσμο, εγώ τόπαθα, άλλος να μην το πάθη> εμουρμούρισε ο καλός Παπάς. Η άγρια ψυχή τως εφανερώτο στην αναπνοή των, που ανέβαινε στον αέρα σαν αχνός από νερό που βιαστικά χοχλάζει, και στα νύχια τους! Θεέ μου! Στην κρίσιμη αυτή στιγμή του μεγάλου κινδύνου παίρνοντας ο Παπάς μια υπερφυσική δύναμι, τρέχει προς την Αγία Τράπεζα, διπλώνει τα ιερά, και απ’την πίσω σκαλότρυπα τα ρίχνει έξω, ύστερα αρπάζει στον ώμο τον άφωνο ψυχογυιό του και με προσοχή αφάνταστη ανοίγει την πόρτα και σαν νυκτοπούλλι, αθόρυβα διασκελίζει ένα, ένα, τους ξωρκισμένους, που η θεία χάρι τους είχε αποναρκώσει μακάρια… Η κακομοίρα η φοράδα που σα να προαισθάνετο πως κάτι είχε συμβή στάφεντικό της περίμενε με τρουλλωμένα τα’αφτιά. Ο Παπάς τη χάιδεψε με τρεμουλιαστή ματιά κι ανέβηκε,αφού έδεσε το παιδί στα καπούλια και το δισάκκι με τα ιερά στη σέλλα το έξυπνο ζώο πέταξε σαν φτερωτό. Από το πάτημά της το τιναχτό ξυπνύσανε οι κοιμισμένοι Τριμμάτιες και ουρλιάσανε σαν τσακάλια, όταν αντίκρυσαν ορθάνοιχτη ην πόρτα. <Μας ξέφυγε, μωρέ το σκυλλί, εφώναξαν>. -<Θα τον πίασω, δεθα γλυτώση> εμούγκρισε το πρωτοπαλλήκαρο, και χύθηκε καταπάνω του, σαν γεράκι που από την πείνα μαυρίσανε τα μάτια του. Καιρός δε χάθηκε για συζήτησι και όλοι τον ακολουθούνε… Έφευγε η φοράδα σαν σαίττα και στο πέρασμά της οι βράχοι κατρακυλούσανε και τα κλαδιά παραμέριζαν, μα και οι Τριμμάτιες λυσσασμένοι την κυνηγούσαν από πίσω και της έρριχναν σαίττες κι όλο σιμώνανε κ’όλο σιμώνανε… Ο Παπάς είχε τα μάτια του κλειστά κι ούτε αισθανότανε, ούτε άκουε. Μονάχα μια αμυδρή ελπίδα του έμενε να γλυτώση με του Θεού τη δύναμι. Και των Τριμμάτιων η ψυχή άναβε από την άγρια λύσσα. Και τρέχουν… τρέχουν… Περνά μια ώρα,δύο ώρες κι ακόμη. Τώρα πια ανεβαίνανε μια πλαγιά του βουνού, που από τότε τη βγάλανε τα’αλόγου το ραχί, αποσταμένοι όλοι, και η φοράδα έβαλε όλα της τα δυνατά, για να κρατιέται σε μια μικρή απόστασι από τον αρχιτριμμάτι. Σε μια στιγμή που η φοράδα απογύρισε από μια κακοτοπιά, κόβει ο Τριμμάτις λοξά και φτάνει τη φοράδα στην κορυφή του βουνού που το λένε Πλάκες… Τι τρομερή στιγμή!... Αρπάζει τάλογο απ’την ουρά, μα κείνο με μια κίνησι απότομη του ξεφεύγει.. Το αρπάζει ξανά και χώνει τα σιδερόδοντά του στη σάρκα του. Απ’τον τρομερό πόνο το δύστυχο το ζώο πετάχτηκε ψηλά και χτυπώντας τον στην απελπισία του με τ’αναμμένα πέταλα,ανάμεσα στο κούτελλο, τον αξαπλώνει νεκρό, πλατύ στο στενό δρόμο… Στην πλάκα που χτυπήσανε τα μπροστινά πόδια της φοράδας, φαίνονται ακόμη σήμερα και τα σημάδια των πετάλων. Ο Παπάς σώθηκε… Αλλά το πιο ανεξάλειπτο σημάδι κι’από την σφραγίδα των πετάλων είναι η ζωντανή και αξέχαστη παράδοσι στη ψυχή του Καρπαθιακού λαού. (Τριμμάτιες : Πειραταί τρομεροί που κάνανε συχνότατες επιδρομές στα χωριά που βρισκότανε στα παράλια του νησιού μας. Τόσο άγριοι και τόσο βάρβαροι ήτανε που μόνο στο όνομά τους έτρεμε ο κόσμος. Γι’αυτό τους φανταζότανε σαν τέρατα, σαν υπερφυσικούς γίγαντες και έπλασε πολλές ιστορίες γι’αυτούς. Είχανε δυο μάτια στο μέτωπο κι’ ένα στο πίσω μέρος της κεφαλής έτσι έβλεπε συγχρόνως μπροστά και πίσω. Όταν βγαίνανε στη στεριά κόβανε πελώρια κλαδιά δέντρων και βάζοντάς τα μπροστά τους, περιπατούσανε αθώρητοι από τον κόσμο. Όθος: μεσόγειο χωριό με 200 σπίτια, χτισμένο στην υπώρεια της Μέλλουρας (ίδε εικ. Σελ. 200). Κατά την παράδοση το Όθος ήταν στον Αφιάρτη κατοικημένο και από το φ’οβο των πειρατών μετεφέρθη στα μεσόγεια. Αφιάρτη : H μεγαλύτερη και ευφορώτερη πεδιάδα της Καρπ. Εδώ ήτανε μια φορά μεγάλη πολιτεία (στα Κατελύματα) όπου ήτο και το Όθος, του οποίου οι κάτοικοι έχουν ακόμη σήμερα πολλά κτήματα, αν και είναι είς απόστασιν 4-5 ωρών και έξω από την σημερινή αγροτική περιφέρειά των. Σιδερόκοντης,ο = εσωτερικός περάτης της πόρτας. Πλάκες :Βουνό που απ’την κορφή του πρωτοβλέπεις το Όθος,γυρνώντας από τον Αφιάρτη.)
δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-ND 4.0 GR

Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα
CC_BY_NC_ND



Τον καιρό που η πικρή σκλαβιά απλωνότανε στην Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, ζούσανε οι Τριμμάτιες, φυλή άγρια που τρεφότανε με αίμα ανθρωπινό, ληστές που τους γεννούσε ξαφνικά η αφρισμένη θάλασσα. Από τ’ Όθος ξεκίνησεν ο Παπάς, στοις δύο που τα μεσάνυκτα για να κατεβή στον Αφιάρτη να λειτουργήση το μοναστηράκι τ’ Άι Γιωργιού. Βουνά,λαγκάδια περνούσαν καβάλλα στη φοράδα του την ψρή, αυτός κι ο ψυχογυιός του, παιδί χρονώνε δώδεκα, μα μήτε φαντάσματα παντήσανε πουθενά, μήτε ξωτικά, γιατί ο Παπάς μπήκε στη λειτουργία, κι ο μικρός πότε στη φωτιά πρόσεχε, που’χεν ανάψει απ’έξω στη γωνιά, και πότε βοηθούσε στο ψαλτήρι. Την ώρα που θα ‘βγαινε ο Βασιλέας, ζήτησεν ο Παπάς κάρβουνα, κι ο ψυχογιός παίρνοντας το θυμιατό βγήκε τρεχάτος να τα φέρη, μα στη στιγμή γύρισε τρομαγμένος από κάτι ξαφνικό! -<Τι έπαθες ;> τον ρωτά ανήσυχος από μια κακή προαίσθησι> ο Παπάς. –Περπατούνε και τα κλαδιά πατέρα; Λέει μπερδεμένα ο μικρός. –< Όχι παιδί μου> του’πε, όσο μπορούσε πιο ψύχραιμα, μα το αίμα μαζεύτηκε στην καρδιά του γιατί μάντεψε το ανέλπιστο κακό. –Μα έλα να δής!> Δειλά, δειλά προβάλλει ο Παπάς στην πόρτα και βλέπει στο δρόμο που ανέβαινεν απ’τη θάλασσα κάτι πελώρια κλαδιά να σαλεύουν προς το μέρος τους. <Οι Τριμμάτιες!> ψιθύρισεν απελπιστικά. <Οι Τριμμάτιες!> ξανάπε τρεμουλιαστά ο Θανάσης και σαν καρφωμένος άνοιξε τα σβησμένα μάτια του ακκουμπώντας στον τοίχο. Είχ’ ακούσει γι’αυτούς από τρομαχτικές διηγήσεις των χωριανών του και η καρδιά του πήγε να σπάση… Κοιταχθήκανε βουβά μια στιγμή κι’οι δύο, κατκίτρινοι από το φόβο. <-Ναι παιδί μου πίσω από κάθε κλαδί κι ένας Τριμμάτις κρύβεται κι έτσι αποαπόκριά δεν τους βλέπεις… Χαθήκαμε παιδί μου τώρα!> -Άς φύγουμε πατέρα.. –Μα πώς ; νάτους είναι πολύ κοντά και τόσοι πολλοί!! Μονάχα την πόρτα πρόφτασε να κλείση και να βάλη το σιδερόκοντη και την ίδια στιγμή άγρια φωνή αντήχησε στη θολωτή σκεπή. <Άνοιξε!άνοιξε,τραγόπαπα,δε θα γλυτώσης>και κτύπος δυνατός στην πόρτα εσειούσε συθέμελα το εκκλησιδάκι. Το βλέμμα του το δακρυσμένο ο Παπάς έστρεψε προς την εικόνα του αγίου κι’απ’την ατάραχη μορφή της πήρε θάρρος και δύναμι. -<Περιμένετε, παλληκάρια μου, και σαν τελειώση η λειτουργία παραδίνομαι μόνος μου αλλιώς, θα με μαρμαρώση ο άγιος!> Κι αυτοί σαν από θεία φώτισι πιστέψανε ασυλλόγιστα στα λόγια του και ξαπλωθήκανε δίπλα στην πόρτα στο μοσκομυρωδάτο χώμα, κάτω απ’τη γλυκειά πρωινή λιακάδα που σιγά σιγά βάρυνε τα μάτια τους τα ματοκόκκινα και τους αποκοίμισε… Με τρόμο και πίστι αληθινή στον ύψιστο, ο λειτουργός πρόσφερε την ψύχη του δακρύζοντας σιωπηλά, και καταπίνοντας τα δάκρυά του που θερμά κυλούσανε ως τα χείλη, για τον κόσμο που θάχανε και για τα παιδάκια του, που άδικα θα τον περίμεναν στο χωριό και λαχταρούσε η καρδιά του να’ναι ατέλειωτη η λειτουργία. Σαν τελέιωσε την άγια Κοινωνία και ετοιμάσθηκε για τον θάνατο, κοίταξε μια την πόρτα και μια την εικόνα βουβά ζητώντας βοήθεια. Ένα θεικό θάρρος γέμισε την ψυχή του και στ’ακροδάχτυλα πατώντας προχώρησε στην πόρτα και τι βλέπει..! Οι Τριμμάτιες! Τους είχε πάρει ο ύπνος. Σαν μαύρες σκιές, σαν βορβόλακες, του φανήκανε, γιατί δεν τους είχε ξαναδή από τόσο κοντά. Τα χέρια και τα πόδια τως σαν κορμοί δέντρων! <Θεέ μου και ξεμίστευε τον κόσμο, εγώ τόπαθα, άλλος να μην το πάθη> εμουρμούρισε ο καλός Παπάς. Η άγρια ψυχή τως εφανερώτο στην αναπνοή των, που ανέβαινε στον αέρα σαν αχνός από νερό που βιαστικά χοχλάζει, και στα νύχια τους! Θεέ μου! Στην κρίσιμη αυτή στιγμή του μεγάλου κινδύνου παίρνοντας ο Παπάς μια υπερφυσική δύναμι, τρέχει προς την Αγία Τράπεζα, διπλώνει τα ιερά, και απ’την πίσω σκαλότρυπα τα ρίχνει έξω, ύστερα αρπάζει στον ώμο τον άφωνο ψυχογυιό του και με προσοχή αφάνταστη ανοίγει την πόρτα και σαν νυκτοπούλλι, αθόρυβα διασκελίζει ένα, ένα, τους ξωρκισμένους, που η θεία χάρι τους είχε αποναρκώσει μακάρια… Η κακομοίρα η φοράδα που σα να προαισθάνετο πως κάτι είχε συμβή στάφεντικό της περίμενε με τρουλλωμένα τα’αφτιά. Ο Παπάς τη χάιδεψε με τρεμουλιαστή ματιά κι ανέβηκε,αφού έδεσε το παιδί στα καπούλια και το δισάκκι με τα ιερά στη σέλλα το έξυπνο ζώο πέταξε σαν φτερωτό. Από το πάτημά της το τιναχτό ξυπνύσανε οι κοιμισμένοι Τριμμάτιες και ουρλιάσανε σαν τσακάλια, όταν αντίκρυσαν ορθάνοιχτη ην πόρτα. <Μας ξέφυγε, μωρέ το σκυλλί, εφώναξαν>. -<Θα τον πίασω, δεθα γλυτώση> εμούγκρισε το πρωτοπαλλήκαρο, και χύθηκε καταπάνω του, σαν γεράκι που από την πείνα μαυρίσανε τα μάτια του. Καιρός δε χάθηκε για συζήτησι και όλοι τον ακολουθούνε… Έφευγε η φοράδα σαν σαίττα και στο πέρασμά της οι βράχοι κατρακυλούσανε και τα κλαδιά παραμέριζαν, μα και οι Τριμμάτιες λυσσασμένοι την κυνηγούσαν από πίσω και της έρριχναν σαίττες κι όλο σιμώνανε κ’όλο σιμώνανε… Ο Παπάς είχε τα μάτια του κλειστά κι ούτε αισθανότανε, ούτε άκουε. Μονάχα μια αμυδρή ελπίδα του έμενε να γλυτώση με του Θεού τη δύναμι. Και των Τριμμάτιων η ψυχή άναβε από την άγρια λύσσα. Και τρέχουν… τρέχουν… Περνά μια ώρα,δύο ώρες κι ακόμη. Τώρα πια ανεβαίνανε μια πλαγιά του βουνού, που από τότε τη βγάλανε τα’αλόγου το ραχί, αποσταμένοι όλοι, και η φοράδα έβαλε όλα της τα δυνατά, για να κρατιέται σε μια μικρή απόστασι από τον αρχιτριμμάτι. Σε μια στιγμή που η φοράδα απογύρισε από μια κακοτοπιά, κόβει ο Τριμμάτις λοξά και φτάνει τη φοράδα στην κορυφή του βουνού που το λένε Πλάκες… Τι τρομερή στιγμή!... Αρπάζει τάλογο απ’την ουρά, μα κείνο με μια κίνησι απότομη του ξεφεύγει.. Το αρπάζει ξανά και χώνει τα σιδερόδοντά του στη σάρκα του. Απ’τον τρομερό πόνο το δύστυχο το ζώο πετάχτηκε ψηλά και χτυπώντας τον στην απελπισία του με τ’αναμμένα πέταλα,ανάμεσα στο κούτελλο, τον αξαπλώνει νεκρό, πλατύ στο στενό δρόμο… Στην πλάκα που χτυπήσανε τα μπροστινά πόδια της φοράδας, φαίνονται ακόμη σήμερα και τα σημάδια των πετάλων. Ο Παπάς σώθηκε… Αλλά το πιο ανεξάλειπτο σημάδι κι’από την σφραγίδα των πετάλων είναι η ζωντανή και αξέχαστη παράδοσι στη ψυχή του Καρπαθιακού λαού. (Τριμμάτιες : Πειραταί τρομεροί που κάνανε συχνότατες επιδρομές στα χωριά που βρισκότανε στα παράλια του νησιού μας. Τόσο άγριοι και τόσο βάρβαροι ήτανε που μόνο στο όνομά τους έτρεμε ο κόσμος. Γι’αυτό τους φανταζότανε σαν τέρατα, σαν υπερφυσικούς γίγαντες και έπλασε πολλές ιστορίες γι’αυτούς. Είχανε δυο μάτια στο μέτωπο κι’ ένα στο πίσω μέρος της κεφαλής έτσι έβλεπε συγχρόνως μπροστά και πίσω. Όταν βγαίνανε στη στεριά κόβανε πελώρια κλαδιά δέντρων και βάζοντάς τα μπροστά τους, περιπατούσανε αθώρητοι από τον κόσμο. Όθος: μεσόγειο χωριό με 200 σπίτια, χτισμένο στην υπώρεια της Μέλλουρας (ίδε εικ. Σελ. 200). Κατά την παράδοση το Όθος ήταν στον Αφιάρτη κατοικημένο και από το φ’οβο των πειρατών μετεφέρθη στα μεσόγεια. Αφιάρτη : H μεγαλύτερη και ευφορώτερη πεδιάδα της Καρπ. Εδώ ήτανε μια φορά μεγάλη πολιτεία (στα Κατελύματα) όπου ήτο και το Όθος, του οποίου οι κάτοικοι έχουν ακόμη σήμερα πολλά κτήματα, αν και είναι είς απόστασιν 4-5 ωρών και έξω από την σημερινή αγροτική περιφέρειά των. Σιδερόκοντης,ο = εσωτερικός περάτης της πόρτας. Πλάκες :Βουνό που απ’την κορφή του πρωτοβλέπεις το Όθος,γυρνώντας από τον Αφιάρτη.)

Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. (EL)

Παραδόσεις

Κάρπαθος


1932




Μ. Γ. Μιχαηλίδου Νουάρου, Λαογραφικά σύμμεικτα Καρπάθου, 1932 , σελ. 222-232

Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el

http://hdl.handle.net/20.500.11853/294241



*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.