Κατά την νομική της έννοια, η κυριαρχία ορίζεται ως η ανώτατη εξουσία μέσα στο Κράτος. Στο δημοκρατικό πολίτευμα, φορέας της κυριαρχίας είναι ο λαός (δήμος). Ένα δημοκρατικό ιδεώδες κυριαρχίας θεμελιώνεται πάνω σε μια αντίληψη δικαιοσύνης, δηλαδή πάνω στις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας. Η ισότητα των ανθρώπων εδράζεται πάνω στην κατοχή ενός minimum αριθμού κοινών ιδιοτήτων, οι οποίες συγκροτούν την κοινή, οικουμενική ανθρώπινη ταυτότητα (φύση). Εκτός, όμως, από τις κοινές ιδιότητες (ομοιότητες), οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από διαφορές φύλου, φυλής, έθνους, γλώσσας, θρησκείας κ.λπ. Συνεπώς, κάθε άνθρωπος αποτελεί μια σύνθεση των κοινών ιδιοτήτων, οι οποίες συγκροτούν την οικουμενική ταυτότητά του, και των ιδιαιτέρων διαφορών, οι οποίες τον διαφοροποιούν από όλους τους άλλους ανθρώπους. Η ελευθερία, με την σειρά της, νοείται ως δυνατότητα δράσης κάθε ανθρώπου με σκοπό να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, χωρίς κάποιος εσωτερικός ή εξωτερικός εξαναγκασμός να εμποδίζει την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Με την άσκηση της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας, ο λαός ενσωματώνει στο Σύνταγμα την δημοκρατική αντίληψη κυριαρχίας και δικαιοσύνης εμποτισμένων από τις αξίες της ισότητας και της ελευθερίας. Οι αξίες αυτές συνεπάγονται τον σεβασμό της ετερότητας και της διαφοράς φύλου, φυλής, έθνους, γλώσσας, θρησκείας κ.λπ. Ο σεβασμός της ετερότητας και της διαφοράς λαμβάνει δύο κυρίες μορφές: τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την αρχή της ίσης μεταχείρισης ή αποφυγής των διακρίσεων. Σε επίπεδο θετικού δικαίου, η πρώτη αρχή κατοχυρώνεται από το άρθρο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), ενώ η προστασία της αξίας του ανθρώπου θεσμοθετήθηκε το πρώτον από το άρθρο 1 παρ. 1 του Συντάγματος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Το Ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνει και προστατεύει την αξία του ανθρώπου στο άρθρο 2 παρ. 1.