A Critical Evaluation of Universals in Nominalism

A Critical Evaluation of Universals in Nominalism

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών   

Αποθετήριο :
Κέντρον Ερεύνης Ελληνικής Φιλοσοφίας (ΚΕΕΦ)   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-SA 4.0

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή
CC_BY_NC_SA



A Critical Evaluation of Universals in Nominalism

Φωτείνης , Αθανάσιος

Το άρθρο επιχειρεί μια εκτίμηση των καθόλου στην Ονοματοκρατία (Nominalismus) με τελική επιδίωξη τόσο να την ερμηνεύση ως μια ένα θεωρία για την κατανόηση του γενικού όσο και να υποβάλη σε κριτική τη ευλογοφάνεια και την συνέπειά της. Στην αρχή αναλύεται η πραγματοκρατική τοποθέτηση του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, αλλά όπως είναι φυσικό το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στην Ονοματοκρατία των μεσαιωνικών φιλοσόφων (Abaelardus και Ockham), των νεώτερων (Hobbes) και τον συγχρόνων (Quine Και Goodman). Ιδιαίτερη προσπάθεια γίνεται να φωτισθή η κριτική θέση φιλοσόφων, όπως οι Russel, Pears, Wittgenstein, Bochenski, Woosley και Strawson, με συνέπεια την άσκηση και προσωπικής κριτικής από μέρους του συγγραφέως. Παρά το γεγονός ότι η κριτική αυτή δεν είναι εξαντλητική, αποβλέπει στο να προχωρήση ένα βήμα πάρα πέρα. Η έννοια των καθόλου πρωτοεμφανίζεται στην πλατωνική προσπάθεια να βρεθή ο λογικός σύνδεσμος, δηλαδή το αντικειμενικό ενδιάμεσο μεταξύ ανθρώπινης γνώσεως και επί μέρους πραγμάτων, με το οποίο είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, αφού στον Πλάτωνα δεν υπάρχει διάσταση μεταξύ ενός εσωτερικού και ενός εξωτερικού κόσμου, αλλ' αυτοί αποτελούν δύο συστατικά ενός κόσμου. Έτσι ο Πλάτων ανακαλύπτει τις ιδέες ή τα είδα, πού, ως αντικειμενικές οντότητες για τον ανθρώπινο νου, είναι οι αληθινές ουσίες των διαφορετικών ειδών των πραγμάτων. Οι ιδέες, που ο Πλάτων τις βλέπει να αυτοαποκαλύπτωνται ως η εσωτερική δομή των πραγμάτων, είναι τα καθόλου, που προσδίδουν ύπαρξη στα επί μέρους, επειδή τα καθιστούν ενεργεία πραγματικά όντα και τους προσδιορίζουν την μορφή της υπάρξεώς των. Ο Πλάτων δέχεται ότι τα καθόλου είναι όταν καθ’εαυτά, που ως τέλεια και ιδεατά πρότυπα των πραγμάτων υπάρχουν ανεξάρτητα από την ύλη, καθώς υπάρχουν «in re», που σημαίνει ανεξάρτητα από το γνωστικό υποκείμενο, που με τη μεσολάβησή τους κατανοεί τα επί μέρους πράγματα. Ο Αριστοτέλης βλέπει ότι ο Πλάτων με τη θεωρία του για τα καθόλου δεν δίνει τη σωστή θέση στην εμπειρία και γι΄αυτό διδάσκει ότι τα καθόλου δεν είναι ουσίες με χωριστή από τα καθ΄έκαστον ύπαρξη, αλλ' αποτελούν μάλλον ιδιότητες που υπάρχουν μόνον ως τα κοινά στοιχεία των επί μέρους πραγμάτων. Παρατηρεί ότι η σύλληψη του καθόλου, δηλαδή ο σχηματισμός μιας εννοίας, γεννάται σε μια σταδιακή πορεία της αισθητής αντιλήψεως και της μνήμης, που ως παρεπόμενος όρος της αντιλήψεως προσφέρει την αναγνώριση αυτού που είναι οικείο από προηγούμενες αντιλήψεις. Τα καθόλου εν τούτοις συλλαμβάνονται από την διάνοια μέσα στα δεδομένα των αισθητικών αντιλήψεων και με αυτή την έννοια υπάρχουν δυνάμει· αντικείμενα της επιστημονικής γνώσεως γίνονται επειδή ο ανθρώπινος νους συλλαμβάνει αφαιρετικά με μια τυπική καθολικότητα τον γενικό χαρακτήρα τους. Γι΄αυτό τα καθόλου για τον Αριστοτέλη υπάρχουν «In rebus», δηλαδή έχουν ύπαρξη μόνο ενσωματωμένα στα καθ΄έκαστον, γιατί είναι ανεξάρτητα από την ανθρώπινη νόηση και συλλαμβάνονται με την κατανόηση των επί μέρους. Το πρόβλημα των καθόλου γίνεται μεταφυσική θεωρία στην Ονοματοκρατία ως επακόλουθο του ότι ο Αριστοτέλης αρνήθηκε τον πλατωνικό «χωρισμό», δηλαδή την ύπαρξη ιδεών χωριστών από τα αισθητά όντα, επειδή οι πραγματοκρατικοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνος δεν κατώρθωσαν να διακρίνουν τον χαρακτήρα αυτής της αριστοτελικής διασαφήσεως και διεμόρφωσαν έτσι μιαν άκρατη Πραγματοκρατία (Realismus). Η αδυναμία τους αυτή, μαζί με την μεταφυσική αμηχανία του Πορφυρίου για τη φύση των γενών και των ειδών, τους οδηγεί στο αυθαίρετο συμπέρασμα, ότι τα καθόλου είναι προϊόντα του νου, που ως ονόματα ή λέξεις με γενικό περιεχόμενο αντιπροσωπεύουν τα καθ΄έκαστον και τα επί μέρους πράγματα. Τα πρώτα βήματα προς την ονοματοκρατική ερμηνεία των καθόλου έγιναν τον 9ο αι. από τον Heiricus, που αντιτάχθηκε στην απόλυτη εκείνη Πραγματοκρατία, που υποστήριζε την ύπαρξη μόνο των καθ΄έκαστα και πρόσφερε μια ψυχολογική εξήγηση για τις γενικές έννοιες. Η θεωρία αυτή αναζωπυρώθηκε τον 12ο αι. από τον Roscelinus, που υποστήριξε ότι τα καθόλου είναι απλές φωνές (flatus vocis), που ως απλά ονόματα αντιστοιχούν στα καθ΄έκαστα. Εκείνος όμως που εχάραξε την κύρια κατεύθυνση της Ονοματοκρατίας είναι ο Abaelardus, που διδάσκει ότι η γενική ιδέα (intellectus universalis) εκφράζεται με ένα γενικό όνομα (nomen universal) και έχει επομένως μόνο λογικό περιεχόμενο. Μια τέτοια γενική ιδέα, όπως «άνθρωπος», κατηγορείται σε όλους τους επί μέρους ανθρώπους, αφού η έννοια της είναι προϊόν αφαιρέσεως, που εξαρτάται από την νοητική αντίληψη παρά από τις αισθητές εικόνες. Και τούτο επειδή ο νους αφαιρεί όλες τις αισθητές εικόνες και συνάγει από τα πράγματα τα κοινά στοιχεία, πού (ως το κοινό χαρακτηριστικό) είναι η «ομοιότητα», αυτή που εμφανίζεται στη διαδικασία της νοητικής αφαιρέσεως και που διαμορφώνει μια γενική έννοια • αυτό αποτελεί «μια λογικότητα», που συνεπάγεται το καθόλου. Ο δεύτερος ισχυρός υπέρμαχος της Ονοματοκρατίας είναι ο Ockham, που δέχεται ότι τα καθόλου είναι όροι ή σημεία που αντιπροσωπεύουν τα καθ΄έκαστον, αλλά αυτά τα ίδια δεν έχουν αυθυπαρξία, επειδή μια πραγματική ουσία έχει ύπαρξη μόνο ως επί μέρους ή καθ΄έκαστον πράγμα. Τα καθόλου όμως είναι όροι, που σημαίνουν επί μέρους πράγματα με πραγματική ύπαρξη, επειδή συγκροτούνται ως γνωστική πράξη και οφείλουν την ύπαρξή τους στην διάνοια και μόνο, αφού δεν υπάρχει μια πραγματικότητα καθολικών εννοιών. Έτσι για τον Ockham το καθόλου είναι έννοια, που ως νοητική ουσία αποτελεί την γνωστική πράξη και δείχνει «τι είναι κάτι» (quidditas), είναι δηλαδή η άμεση γνώση του πράγματος χωρίς την προϋπόθεση ή την μεσολάβηση τρίτου στοιχείου. Γι΄αυτό τα καθόλου είναι αντικειμενικά όντα μιας λογικής τάξεως, αφού η τυπική αλήθεια τους δεν συνεπάγεται αντικειμενικά με θετική ύπαρξη. Στη νεώτερη εποχή ο φιλόσοφος που υποστήριξε την Ονοματοκρατία είναι ο Hobbes, εκείνος που εδίδαξε ότι όλα τα κοινά ονόματα είναι καθολικές έννοιες, επειδή ο όρος καθόλου κατηγορείται μόνον επί ονομάτων και πολλά πράγματα μετέχουν στα κοινά ονόματα. Έτσι ένας κοινός όρος, όπως «άνθρωπος» ή «ίππος», ενώ είναι απλό όνομα, χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο αναφορικά με πολλά επί μέρους πράγματα. Για τον Hobbes ο όρος «καθόλου» ως όνομα ισχύει για πολλά πράγματα, εφ' όσον έχουν κοινή γενετική ή ποιοτική ομοιότητα. Ένας καθολικός όρος κατά τον Hobbes είναι ένα κοινό όνομα, δηλαδή το όνομα που έχει την ίδια εφαρμογή σε πολλά επί μέρους πράγματα, από τα οποία κανένα δεν μπορεί να είναι καθολικό, επειδή δεν υπάρχει γενικό όνομα που να αντιπροσωπεύη μια καθολική έννοια. Γι΄αυτό ο Hobbes, βλέποντας ότι το καθόλου δεν σημάνει ούτε το όνομα ενός φυσικού πράγματος ούτε μιας ιδέας αποδίδει καθολικότητα μόνο σε κοινά ονόματα και δεν βλέπει να υπάρχη θέση για γενικές έννοιες. Η Ονοματοκρατία στη σύγχρονη φιλοσοφία αναβιώνει με τον Quine και τον Goodman, που στην προσπάθεια να βρουν λύση στο πρόβλημα των καθόλου φθάνουν σε προσωπικές λύσεις. Ο Quine δέχεται την έννοια των «τάξεων» ως αφηρημένων ουσιών ή καθόλου, που ικανοποιούν τις ανάγκες των Μαθηματικών, ενώ ο Goodman αρνείται να τις δεχθή, επειδή για να γίνη κάτι δεκτό ως ουσία, πρέπει να είναι εξατομικευμένο καθ΄έκαστον. Έτσι ο πρώτος δέχεται ότι οι τάξεις είναι αφηρημένες ουσίες, που περιλαμβάνουν όλες τις ουσίες πέρα από τα συγκεκριμένα αντικείμενα, ενώ ο δεύτερος πιστεύει ότι η Ονοματοκρατία συνίσταται στη δημιουργία σχέσεων και αξιών των μεταβλητών που απλώς θεωρούνται ως «ουσίες». Γι΄αυτό ο Quine συμπεραίνει ότι το άπειρον του σύμπαντος υφίσταται μόνο στα επί μέρους, ενώ ο Goodman δεν δέχεται ότι ο κόσμος στην τελική του περιγραφή είναι σύνθεση πολλών επί μέρους. Η Ονοματοκρατία στην αυστηρή σημασία της δεν είναι θεωρία που μπορεί να υποστηριχθή, γιατί δεν υπάρχει καμμιά τόσο ακραία μορφή της, που να δέχεται πως ότι είναι κοινό στα επί μέρους δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κοινή αναφορά τους με ίδιο όνομα. Η επιδίωξη των Ονοματοκρατών καταλήγει στα επί μέρους πράγματα αυθαίρετα και με τρόπο συμβατικό και ερμηνεύει έτσι μια ομάδα πραγμάτων ως ανήκουσα σε ένα οποιοδήποτε ίδιο είδος, μόνον εφ΄όσον έχουν το όνομα επί μέρους ουσιών, όπως «άνθρωπος», «ίππος» κλπ. Οι ίδιο ωστόσο, τονίζοντας την καθολικότητα των λέξεων, αρνούνται τον καθολικό χαρακτήρα των επί μέρους πραγμάτων και γι΄αυτό μια απόλυτη ή έστω μετριοπαθής Ονοματοκρατία δεν μπορεί να βρή υποστήριξη, επειδή δεν έχει λογική βάση, δηλαδή μια θεμελιακή γι΄αυτήν Οντολογία. Τέλος, τα καθόλου στην απόλυτη έννοια της Ονοματοκρατίας είναι ασυμβίβαστα με την έννοια των καθ΄έκαστα ή των βασικών επί μέρους, αφού ένα καθόλου ουδέποτε σημαίνει οποιοδήποτε καθ΄έκαστον, εφ' όσον ως μη-φυσική ιδιότητα δεν μπορεί να διεκδική οποιαδήποτε αληθινή σχέση με τα επί μέρους. Αυτό το ασυμβίβαστο του καθόλου και του επί μέρους φαίνεται στην φυσική συνοχή, στο περιεχόμενο των φαινομένων και στην εννοιολογική αντίληψη του τελευταίου, επειδή για τα πράγματα έχομε συγκεκριμένες έννοιες, ενώ τα καθόλου είναι απλά νοήματα καθ' έκαστον πραγμάτων. Και τούτο επειδή τα καθόλου στην απόλυτη ονοματοκρατική έννοια είναι απλά ονόματα ή λέξεις με γενικό και μόνο περιεχόμενο, με προορισμό να προσδιορίζουν τα πράγματα χωρίς να περιέχουν οι ίδιες οποιοδήποτε νόημα, αφού είναι αφαιρέσεις από τα δεδομένα, γιατί δεν γίνονται αντιληπτές ως ατομικές οντότητες· ενώ, αντίθετα, τα καθ' έκαστον, που συγκροτούνται από τα δεδομένα της πραγματικότητος, είναι διακεκριμένα πράγματα με σωματική ύπαρξη και αποτελούν τα κοινά αντικείμενα της αντιλήψεως, που συλλέγομε ως ιστορικά φαινόμενα ή ως υλικά αντικείμενα ή ως ανθρώπους και ζώα, και που συνθέτουν όλα μαζί την μια ενιαία εικόνα του κόσμου.

Επετηρίδα


1973


Ονοματοκρατία
Ιστορία της Φιλοσοφίας
Καθόλου


Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα
Αγγλική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.