Spekulation und Beobachtung bei der Wissenschaftlichen theoriebildung. Das Beispiel der Vorsokratiker

Spekulation und Beobachtung bei der Wissenschaftlichen theoriebildung. Das Beispiel der Vorsokratiker

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών   

Αποθετήριο :
Κέντρον Ερεύνης Ελληνικής Φιλοσοφίας (ΚΕΕΦ)   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-SA 4.0

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή
CC_BY_NC_SA



Spekulation und Beobachtung bei der Wissenschaftlichen theoriebildung. Das Beispiel der Vorsokratiker

Tsouyopoulos , Nelly

Το θέμα της μελέτης είναι ο ρόλος της παρατήρησης αφενός, της έμπνευσης και ενόρασης αφετέρου στην διαμόρφωση των επιστημονικών μας θεωριών. Με τo ίδιο αυτό πρόβλημα έχει ασχοληθεί o Karl Popper σε μια μελέτη του με τον τίτλο «Πίσω στους Προσωκρατικούς». Ο Popper προσπάθησε στην εργασία του αυτή να αναιρέσει τη μεθοδολογία του επαγωγισμού, «τον Μύθο του Bacon», όπως λέει, σύμφωνα με το οποίο κάθε γνώση αρχίζει με την παρατήρηση και προχωρεί συστηματικά στη γενική θεωρία. Ακριβώς η κατανόηση των Προσωκρατικών, λέει ο Popper, μας διδάσκει ότι η επιστημονική γνώση δεν αρχίζει με συστηματική παρατήρηση, άλλα με τολμηρές ιδέες για τον κόσμο. Ώς τέτοιο παράδειγμα φέρνει τη θεωρία του Αναξίμανδρου για την γη: την δε γην είναι μετέωρον υπό μηδενός κρατουμένην, μένουσαν σε δια την ομοίαν πάντων απόστασιν. (απόσπ. Α 11). Ή ιδέα αυτή ότι η γη μένει σε σταθερή θέση χωρίς στήριγμα, λόγω ίσης αποχής της από όλα τα δυνατά σημεία σχέσης, όχι μόνον δεν προέρχεται από παρατήρηση άλλα και αντίκειται σε κάθε εμπειρία. Και όμως, είναι η ιδέα πού κάνει δυνατές τις θεωρίες του Κοπέρνικου και του Κέπλερ, και μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος της θεωρίας του Νεύτωνα για τις άυλες ελκτικές δυνάμεις. Η θέση αυτή του Popper βρήκε μετά την πρώτη της δημοσίευση, και βρίσκει ακόμη και σήμερα, πολλούς αντιπάλους, πού επιμένουν στον πρωταρχικό ρόλο της παρατήρησης στην δημιουργία επιστημονικών θεωριών. Για να είναι η συζήτηση γόνιμη πρέπει να τεθεί καταρχήν το πρόβλημα σωστά. Εδώ δεν πρόκειται, όπως συχνά συνέβη στην αντιμετώπιση της θέσης του Popper, για την χρονική προτεραιότητα της παρατήρησης ή της θεωρίας. Το πραγματικό πρόβλημα μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: α) Κατά πόσον η σύλληψη του ουσιαστικά νέου στις γνώσεις μας στηρίζεται αποκλειστικά στην εμπειρική παρατήρηση ή αν υπάρχει μια στιγμή, όπου όλος ο ορίζοντας του γνωστού πρέπει να ξεπεραστεί και τότε η παρατήρηση μένει άγονη, και β) "Αν η στιγμή αυτή που πρέπει να στηρίζεται στην ενόραση και την έμπνευση μπορεί να διατυπωθεί σαν μια συγκεκριμένη μέθοδος. Στην προκείμενη εργασία προσπαθώ να δείξω ότι η ενορατική αυτή στιγμή είναι πράγματι μια συγκεκριμένη μέθοδος και μάλιστα εκείνη που βρίσκουμε σε όλες τις δημιουργικές τομές της επιστημονικής εξέλιξης. Την θέση αυτή προσπαθώ να την υποστηρίξω αναλύοντας παραδείγματα από την ιστορία των μαθηματικών και της βιολογίας. Η στιγμή της έμπνευσης ή ενορατικής σύλληψης είναι καταρχήν ένα είδος θεμελιακής κριτικής και ξεκινά από την αμφισβήτηση του αυτονόητου. Θέτοντας σ΄ ένα κατεστημένο «μοντέλο» νέες ερωτήσεις, που δεν τις προβλέπει, προσπαθεί να φανερώσει την ερμηνευτική αδυναμία του μοντέλου. Η κριτική αυτή επερώτηση ενός καθιερωμένου μοντέλου διασαλεύει «τ αυτονόητον» των πραγμάτων και δίνει το πνευματικό θάρρος για την πρόταση ερμηνευτικών ιδεών, που τη στιγμή της διατύπωσής τους φαίνονται τελείως παράδοξες, γιατί αντιστρατεύονται όλα τα δεδομένα. Οι ιδέες αυτές είναι οι δημιουργικότερες στην ιστορία της επιστήμης. Ένα παράδειγμα από την ιστορία των μαθηματικών: Όταν ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος προσπαθεί να διατυπώσει την «ύψιστην ενότητα)), μας φαίνονται τα λόγια του τελείως παράδοξα, όταν λέει ότι η υψίστη ενότητα δεν μπορεί να είναι ίση ή άνιση ούτε με μιαν άλλη ενότητα ούτε με τον εαυτό της, γιατί είναι φανερό ότι δεν είναι απλή ποσότητα. Με τα παράδοξα αυτά λόγια ο Πρόκλος —που είναι και απόλυτα κατατοπισμένος στα μαθηματικά— προσπαθεί να ασκήσει κριτική στο αριστοτελικό «μοντέλο» των κατηγοριών και να πει ότι υπάρχουν «σύνολα», που δεν μπορούν να περιγραφούν με την αριστοτελική κατηγορία της ποσότητας, γιατί σ΄ αυτά τα «σύνολα» οι προσδιορισμοί του «ίσου» και του «άνισου» δεν ισχύουν. Την ιδέα αυτή του Πρόκλου την χρησιμοποιεί μετά ο Γαλιλαίος πιο συγκεκριμένα για να εκφράσει μια μαθηματική παραδοξολογία. Όταν διαπιστώνει πως στα άπειρα σύνολα το μέρος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μικρότερον από το όλον, γράφει ο Γαλιλαίος, απορώντας και ο ίδιος: «Είμαι υποχρεωμένος να δεχτώ ότι η έννοια του ίσου και του άνισου (όπως ισχύει στην εμπειρική γνώση) δεν ισχύει για τα άπειρα σύνολα». Η ιδέα αυτή του Γαλιλαίου με τη σειρά της αποδείχτηκε μια από τις γόνιμες ιδέες της μοντέρνας αριθμητικής. Σ΄ ένα άλλο παράδειγμα από τη Βιολογία προσπαθώ να αποδείξω το ίδιο με μια διαφορετική εξέλιξη: Μία θεωρία μεταφέρεται επί αιώνες, μαζί με τα άλυτα προβλήματα που περιέχει, χωρίς να μπορεί να ξεπεραστεί, γιατί δεν μπόρεσε να διασαλευτεί το βασικό της «μοντέλο». Πρόκειται για τη θεωρία που διατύπωσε για πρώτη φορά ο Εμπεδοκλής περί της αναγωγής φυσιολογικών λειτουργιών, π.χ. της αναπνοής, της χώνευσης κλπ., στα στοιχειώδη υλικά συστατικά του σώματος και στο «λόγο μίξεώς» τους. Η θεωρία αυτή μένει βάση της βιολογίας και της ιατρικής ως τον 19ο αιώνα. Η υπόθεση του Εμπεδοκλή ήταν βασικά πολύ γόνιμη, αλλά περιείχε εξαρχής ένα σοβαρό πρόβλημα, το οποίο επισημαίνει πρώτος ο Αριστοτέλης κριτικά λέγοντας: «Τι ρόλο παίζει ο λόγος μίξεως; "Αν μεν παίζει το ρόλο του υλικού αιτίου, θα πρέπει να εντοπισθεί σ΄ ένα μέρος του σώματος, και τότε δεν μπορεί να ξεχωρισθεί από τα χημικά συστατικά (παύει να είναι αίτιον). "Αν αντίθετα ισχύσει ως πρώτον κινούν, τότε θα πρέπει να ΄ναι κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από τα στοιχεία, και τότε αρχίζουν άλλες δυσκολίες». Το δίλημμα αυτό διαιωνίζεται στη βιολογία και την ιατρική, οδηγεί συνεχώς σε μιαν άκαρπη συζήτηση ανάμεσα σε μηχανιστικές και βιταλιστικές θεωρίες και ξεπερνιέται για πρώτη φορά με τη θεωρία του «κυττάρου» τον 19ο αιώνα, όταν συλλαμβάνεται δηλ. το «κύτταρον» ως στοιχειώδης υλική ενότητα, με την έμφυτη δύναμη της αναπαραγωγής. Για πρώτη φορά ύστερα από τόσους αιώνες διαδέχεται ένα νέο «μοντέλο» στην παθολογία (το κυτταρικό) το «μοντέλο» των «βασικών χυμών» του Γαληνού. Η ιδέα αυτή της βιολογικής ενότητας, που είναι μεν υλική αλλά δυναμική και εκφράζει την άπειρη δημιουργική δύναμη, έχει συλληφθεί για πρώτη φορά ως παράδοξη ιδέα με την ενορατική μέθοδο από τον γερμανικό ιδεαλισμό, κυρίως από τον Schelling. Το γενικό συμπέρασμα της εργασίας μου είναι ότι η παρατήρηση, η εμπειρία και η λογική είναι μεν απαραίτητες για τη διεύρυνση της γνώσης και τη διατύπωση των επιστημονικών θεωριών, άλλα από μόνες τους δεν μπορούν η εμπειρία και η λογική να σπάσουν τα όρια του γνωστού. Αυτό μπορεί να το κατορθώσει μόνον ο «εξερευνητικός λόγος», ο όποιος ως μια συγκεκριμένη μέθοδος ξεκινά από τη θεμελιακή κριτική του γνωστού και συλλαμβάνει ιδεώδη και «μοντέλα» πέρα από τα εκάστοτε δεδομένα.

Επετηρίδα


1980-1981


Ιστορία της Φιλοσοφίας
Karl Popper
Προσωκρατική Φιλοσοφία
Θεωρία της επιστήμης
Εμπειρισμός


Κείμενο/PDF

Γερμανική γλώσσα
Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.