Plotin et Kierkegaard. Tentative d΄ un rapprochement

Plotin et Kierkegaard. Tentative d΄ un rapprochement

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών   

Αποθετήριο :
Κέντρον Ερεύνης Ελληνικής Φιλοσοφίας (ΚΕΕΦ)   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-SA 4.0

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή
CC_BY_NC_SA



Plotin et Kierkegaard. Tentative d΄ un rapprochement

Pentzopoulou-Valalas, Therese

Η αναζήτηση κοινών παραμέτρων στη σκέψη φιλοσόφων που παρουσιάζουν ιστορικά βαθειά διάσταση μεταξύ τους είναι πειρασμός. Είναι πειρασμός, γιατί η ιστορικότητα ενός φιλοσόφου με την πιο στενή και ασφαλώς λιγότερο ενδιαφέρουσα σημασία τίθεται υπό ερώτηση. Τι σημαίνει πράγματι να λέμε ότι μια σκέψη εξηγείται και ερμηνεύεται σωστά μόνο όταν αυτή μελετηθεί κάτω από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, οι οποίες και τη διαμορφώνουν; Πόσο αντέχει το επιχείρημα του ιστορισμού ως ερμηνευτική προσέγγιση σε μια έρευνα που θέλει να είναι ιστορική με τη βαθύτερη όμως σημασία της λέξης, αυτό που ο Heidegger υποδηλώνει με τον όρo geschichtlich και όχι απλώς ιστορική, με τη σημασία της θεωρήσεως των ιδεών στην χρονική τους ακολουθία που ερμηνεύονται συχνά κάτω από την αποκλειστικότητα ενός και μόνο κριτηρίου; Κάθε φορά που επιχειρείται ένας παραμερισμός του στενού ιστορικού πλαισίου, η διάσταση του βάθους παίρνει το προβάδισμα απέναντι στον εύκολο δρόμο της οριζόντιας συσχέτισης. Αναζητώντας κοινές σταθερές σε διαφορετικές μεταξύ τους φιλοσοφικές θέσεις οδηγείται κανείς —και είναι αυτό ένα προνόμιο της σκέψης— σε μια ουσιαστική αντίληψη του φιλοσοφικού προβληματισμού. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε —και τούτη τη θέση υποστηρίζουμε— ότι η φιλοσοφία είναι λιγότερο απάντηση και περισσότερο ερώτημα. Θα λέγαμε μάλιστα ότι το οικείο έργο της φιλοσοφίας είναι να θέτει ερωτήματα. Το ερώτημα συνεπώς τι κοινό μπορεί να υπάρχει, εάν υπάρχει, ανάμεσα σε μια σκέψη όπως η σκέψη του Πλωτίνου και εκείνη του Kierkegaard δεν θα πρέπει να παραξενέψει, γιατί δεν προέρχεται από απλή περιέργεια. Η βαθύτερη προβληματική του φαινομένου της ύπαρξης και όχι απλώς της έννοιας της ύπαρξης επιβάλλει να ξανασκεφθούμε η καλύτερα να ακούσουμε ξανά, προσεκτικά, απαλλαγμένοι από προκαταλήψεις το λόγο του Πλωτίνου. Πράγματι, μόνο από προκατάληψη θα μπορούσε κανείς εξαρχής να αρνηθεί τη δυνατότητα μιας τέτοιας προσέγγισης, προκατάληψη που φαίνεται να ξεκινάει από την εικόνα των δύο φιλοσόφων που η φιλοσοφική παράδοση μας κληροδότησε. Πως μπορεί, θα μας ρωτήσουν, ο λόγος του συνεχιστή της αρχαίας νοησιαρχίας να συνδεθεί με έναν αυστηρό επικριτή της αντικειμενικής σκέψης; Αυτήν τη δυνατότητα επιχειρήσαμε να αντιμετωπίσουμε στη μελέτη μας. Στην αντίληψη του Πλωτίνου και του Kierkegaard για την πεπερασμένη φύση του νου βρήκαμε την κοινή τους αφετηρία. Το πεπερασμένο του νου υποδηλώνεται στον Πλωτίνο με τους όρους «αγαθοειδής», «ενοειδής». Η παραδοχή ότι το διδόν είναι επέκεινα τον διδομένου θεμελιώνει την ετερότητα της αρχής, την αλλογένεια δηλαδή του δημιουργού και του δημιουργήματος. Στην ιδέα της πεπερασμένης φύσης του νου —αυτό πού στη μελέτη ονομάσαμε οι περιορισμοί του νου— μπορούν βέβαια να διατυπωθούν αντιρρήσεις. Πως λ.χ. ο νους είναι πεπερασμένος, όταν ο Πλωτίνος τον ονομάζει άπειρο; Πως συμβιβάζεται ο περιορισμός του νου με τη μέθεξη με το αγαθό; Πως αυτό που δίνει στα όντα πέρας και μορφή είναι το ίδιο πεπερασμένο; Βασική μαρτυρία για να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα αποτελεί το κείμενο του Πλωτίνου, όπου λέγεται ότι ο νους συλλαμβάνει το αντικείμενό του όχι όπως αυτό είναι αλλά όπως ο νους ακριβώς μπορεί να το συλλάβει (Εννεάδες VI, 7,15). Ένα δεύτερο επιχείρημα για την πεπερασμένη φύση του νου βασίζεται στη διαπίστωση ότι η νοητική εποπτεία δεν μπορεί να συλλάβει αυτό που δεν είναι αντικείμενο νόησης, αλλά βρίσκεται πέρα από κάθε επιστήμη, αυτό που είναι, στο βάθος, παρουσία. Στον Kierkegaard η πολεμική εναντίον του λόγου στηρίζεται στη θέση του ότι η ολότητα μόνο ως αφηρημένη έννοια συλλαμβάνεται και ποτέ in concreto. Αυτό αποτελεί και το βασικό σημείο της κριτικής του στον Hegel. Η αφηρημένη σκέψη εξηγεί το συγκεκριμένο με τρόπο αφηρημένο. Ο υποκειμενικός στοχαστής, αντίθετα, θέλει να συλλάβει το αφηρημένο με τρόπο συγκεκριμένο. Αυτήν ακριβώς την ιδέα της κίνησης της σκέψης που διεισδύει στο συγκεκριμένο τη συναντούμε στον Πλωτίνο. Η κίνηση που φέρνει την ψυχή μπροστά στο υπερβατικό είναι η ίδια ζωή. Δεν είναι κίνηση αφηρημένη άλλα κίνηση ζωντανή. Η ψυχή ζη και ενεργεί. Η ενέργεια της ψυχής είναι ζωή και η ζωή ενέργεια. Η διαλεκτική όμως κίνηση τόσο στον Πλωτίνο όσο και στον Kierkegaard δεν ταυτίζεται με το απόλυτο. Ούτε η «θεωρία» ούτε η παρουσία μπροστά στο Άλλο είναι διαλεκτική. Η διαλεκτική είναι η κίνηση που φέρνει προς αυτό που είναι πέρα από κάθε κίνηση. Ο τρόπος που βιώνεται η διάκριση του «εδώ» και του «εκεί», θα πει ο δανός φιλόσοφος, είναι αυτό που δίνει την υπαρξιακή διάσταση σε κάθε σκέψη. Η διάκριση δηλώνεται ρητά στον Πλωτίνο. Η διαλεκτική του είναι συνεχής, ανοδική, σταματά στο εξαίφνης, όπου το αιώνιο εισδύει βίαια στο χρονικό. Στον Kierkegaard η διαλεκτική κίνηση είναι ασυνεχής· είναι η διαλεκτική της ρήξης, της ασυνέχειας, αρχίζει εκεί όπου η πρώτη τελειώνει. Η διαλεκτική του Πλωτίνου είναι διαλεκτική του δυνατού. Στον Kierkegaard είναι η διαλεκτική του αδύνατου, γιατί είναι η διαλεκτική του παράδοξου. Η διαφορά της διαλεκτικής στη σκέψη των δύο φιλοσόφων δεν υποδηλώνει και διαφορά στο χώρο της. Η κατηγορία της εσωτερικότητας είναι κυρίαρχη και στους δύο. Οι κατηγορίες που τη δηλώνουν είναι διάχυτες στο κείμενο: η κατηγορία της σιωπής, της μοναχικότητας, της εκλογής, του ποιοτικού άλματος. Στο επίπεδο του σταδίου που ο Kierkegaard ονομάζει το «θρησκευτικό Α» η αναλογία είναι χτυπητή. Φαίνεται όμως να μην μπορεί να επεκταθεί και στο στάδιο εκείνο, που ο Kierkegaard ονομάζει θρησκευτικότητα Β ή θρησκευτικότητα του παράδοξου. Η κατηγορία της ενοχής, της αμαρτίας, που δίνουν την αυθεντική διάσταση στην ύπαρξη του χριστιανού, δεν απαντούν στον Πλωτίνο. Εντούτοις το κακό όχι ως αμαρτία αλλά ως «έκπτωσις» της ψυχής εκφράζεται μέσα από τη συσχέτιση του μη όντος και του παντελώς μη όντος. Η δυνατότητα της επαναφοράς, της εκλογής αναγγέλλεται μέσα ακριβώς από το μη ον. Στην πτώση της η ψυχή δεν εκμηδενίζεται, το απόλυτο παραμένει έξω από το χώρο της πτώσης και η αμαρτία, ως μη ον, ενέχει το ον, δηλαδή την πίστη. Η πίστη όμως στον Πλωτίνο δεν θεμελιώνεται στο σκάνδαλο. Η ψυχή «διώκει» το αγαθό. Η «θεωρία» δεν ενέχει το παράδοξο. Ενώ εδώ ο ορθός λόγος οδηγεί στο υπερβατικό, στον Kierkegaard, αντίθετα, ο ορθός λόγος εναντιώνεται στην υπερβατικότητα, και αυτή η εναντίωση, που δηλώνει την απόλυτη ρήξη, είναι το «πάθος» της ύπαρξης. Παρόλη όμως την αντίθεση αυτή την οποία εισάγει η έννοια της ενοχής, η σκέψη του Πλωτίνου αναγγέλλει τον Kierkegaard μέσα από την κατηγορία του τρόπου: την υπαρξιακή διάσταση δεν την αποκαλύπτει το αντικειμενικό «τι», αλλά το υποκειμενικό «πως». Η υπέρβαση του όντος στον Πλωτίνο τίθεται κάτω από την κατηγορία του «πως», που καθίσταται έτσι ο τόπος, το άνοιγμα, ώσπου η χριστιανική προβληματική του δανού φιλοσόφου και η αρχαία ερμηνεία της αλλογένειας της αρχής τείνουν να συναντηθούν μέσα από μια κίνηση που παραμένει στο βάθος ασύμπτωτη.

Επετηρίδα


1980-1981


Ιστορία της Φιλοσοφίας
Πλωτίνος
S. Kierkegaard
Νεοπλατωνισμός



Κείμενο/PDF

Γαλλική γλώσσα
Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.