Η κριτική εξέταση των εκφραστικών μέσων της ποίησης και της μουσικής που ο Πλάτων πραγματεύεται στο Β΄ και Γ βιβλίο της Πολιτείας είναι παράλληλη προς τη χρήση της έννοιας της «μιμήσεως», η οποία είτε έχει κανονιστική χρήση, και σε αυτή την περίπτωση αφήνει χώρο για την ποίηση και τη μουσική, στον βαθμό που αυτές συμμορφώνονται με τις καθορισμένες έννοιες που επιβάλλει ο Πλάτων, είτε αρνητική. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Πλάτων αντιλαμβάνεται την «μίμησιν» ως «ομοιούν εαυτώ», δηλαδή ως αφομοίωση προς έναν ανθρώπινο τύπο, έναν χαρακτήρα, μια συμπεριφορά, μέσω της ίδιας της «μιμήσεως»· και συνδέει στενά το «μιμείσθαι», που προσδιορίζει μια επίπλαστη πράξη, και το «πράττειν», που δηλώνει την εφαρμογή μιας τέτοιας μιμητικής πράξης στην πραγματικότητα και στο πλαίσιο της βιωμένης ζωής. Για τον Πλάτωνα ή «μίμησις» δεν δηλώνει μόνον ένα καλλιτεχνικό γεγονός, αλλά μεταφράζεται και σε πράξη, με άλλα λόγια μπορεί να εκτιμηθεί στο μέτρο μιας ηθικής πράξεως. Για τον λόγο αυτό, στα βιβλία Β΄ και Γ΄ της Πολιτείας, ολόκληρη ή ανάλυση πού αναπτύσσεται από τον Πλάτωνα έγκειται στο ενδεχόμενο ότι ή ποίηση και ή μουσική είναι δυνατό να έχουν θετικό ρόλο στο πλαίσιο της συγκρότησης της ψυχής. Στο βιβλίο Ι΄ η προοπτική του Πλάτωνα είναι διαφορετική: εκεί ασχολείται με τη μιμητική τέχνη καθ΄ αυτήν και την ορίζει, σε ένα περίφημο απόσπασμα (603 c 4-8), ως μίμηση ανθρώπων που δρουν, και οι οποίοι κατά τη δράση τους μπορεί να οδηγηθούν σε δύο βασικές εναλλακτικές αντιδράσεις: στο να διαπράξουν πράξεις «βεβιασμένες» (ή «βίαιες»), ή πράξεις «ηθελημένες». Και στις δύο περιπτώσεις, ενεργώντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο, παραμένουν ευτυχείς ή δυστυχείς, και ως εκ τούτου λυπούνται ή χαίρονται. Υπό αυτή την έννοια, η μιμητική τέχνη δεν έχει άλλη επίδραση από το να δημιουργεί και να ενισχύει μέσα μας ψευδείς εντυπώσεις της ευτυχίας και της δυστυχίας, που όμως απομακρύνουν τον άνθρωπο από τις αξίες οι οποίες βρίσκονται στη βάση της πλατωνικής «καλλιπόλεως». Ωστόσο, υπάρχει ένα άλλο είδος ποιήσεως που ο Πλάτων δεν θέλει να αποκλείσει, και ο ίδιος ακριβώς στο τέλος της πραγμάτευσής του αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο, ασφαλώς αμφίβολο, το οποίο ωστόσο δεν μπορεί να αποκλεισθεί, ότι είναι δυνατό η ποίηση ολόκληρη να μεταμορφώσει τον ίδιο της τον εαυτό, ολοκληρώνοντας μέχρι τέλους την ίδια της τη μεταμόρφωση, ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές πού διαγράφηκαν στα βιβλία Β΄ και Γ΄.