Δεν πρέπει να επικεντρώνουμε το βλέμμα μας στη λέξη αλλά στις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή διαρθρώθηκε. Αυτό καθίσταται πλέον εμφανές με το παράδειγμα της μουσικής και της κριτικής που ασκεί ο Wittgenstein (σε μία από τις Wermische Bemerkungen, 1947) στο επιχείρημα του Tolstoy, όσον άφορα το «αισθηματικό» περιεχόμενο της μουσικής. Υπό το πρίσμα του παραδείγματος αυτού, αλλά και εκτός αυτού, καταδεικνύω ότι αντικείμενο της μελέτης μου αποτελεί το γεγονός ότι ο βίος των μορφών και οι μορφές του βίου, συμπίπτουν, ή μάλλον ότι ο ένας είναι συνδεδεμένος με τις άλλες. Η συνάφεια που παρατηρείται στις μορφές αυτές αποτελεί σημείο-κλειδί για τον πυρήνα μιας ανάλογης κουλτούρας η οποία επιτρέπει την υπέρβαση της άποψης ότι το να ζει κανείς σημαίνει να ζει έναν συγκεκριμένο βίο, προκειμένου να καταδείξει ότι η έκφραση των μορφών είναι και η ίδια μία μορφή βίου. Η άποψη αυτή που εφαρμόσθηκε σε μουσικά έργα, εμπνευσμένη από τη θεωρία του μουσικολόγου Boris de Schloezer, συνάδει προς την αυτονομία του μουσικού έργου, του οποίου ο Wittgenstein παραμένει ο φορέας της άμεσης μαρτυρίας, αποφασιστικά επηρεασμένος από τον φορμαλισμό του Eduard Hanslick. Εισήγαγε την επέκταση του μαθήματος στη φιλοσοφία σύμφωνα με τον Wittgenstein εκεί ακριβώς όπου η ανθρωπολογία και η αισθητική διασταυρώνονται διεισδύοντας η μία στην άλλη. Αυτή η διασύνδεση δεν θα ήταν εφικτή εάν η «ανθρωπολογία» διατηρούσε την επαγγελματική της εκδοχή της περιγραφής των μορφών του βίου. Χωρίς να αποδίδει προσοχή στην εκφραστικότητα των μορφών σε μία τέχνη, και εάν η «αισθητική» παρέμενε εκείνη η μεταφυσική θεωρία που υπήρξε, η μία εμπειρική επιστήμη του είδους της ψυχολογίας. Εν συνεχεία, η διασύνδεση επίσης αυτή, φέρνει στην επιφάνεια τα έργα του Wittgenstein που, έχοντας εγκαταλείψει τη συστηματική των «αντικειμένων» του Tractatus, την «οντολογία» του θα λέγαμε, στην παρατήρηση, γραμματολογική ή εκλογικευμένη, από την αρχή της δεκαετίας του 1930, αφήνει όλο τον χώρο στην άποψη σύμφωνα με την οποία «εμείς» είμαστε οι μόνοι υπεύθυνοι. Η κίνηση αυτή, εκτός της λογικής, έχει επίδραση και στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η σημασία - όχι πλέον αφηρημένα αλλά υπό μορφή διαγραμματική. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς έρευνας σχετικής με τον βίο της γλώσσας, τον δυναμισμό της που οδήγησε ως εκεί, έναν «βίο» του οποίου η «κίνηση», που δεν είναι το συναίσθημα αλλά ένας ενεργός συλλογισμός μεταξύ μορφής και περιεχομένου (ο συμβολισμός κατά την ανάλυση από τον Granger του «συνδρόμου του Πυγμαλίωνα», 1947), δεν διαθέτει τη λογική που ο Frege, ο Russell και ο πρώιμος Wittgenstein θεώρησαν ότι είχαν ανακαλύψει. Με τον τρόπο αυτόν, καθίσταται αποτελεσματική αυτή η σύνδεση του βίου των μορφών με τις μορφές του βίου, δυνάμει της οποίας η αισθητική και η ανθρωπολογία είναι διαστάσεις αλληλοεξαρτώμενες.