Le continu et le discontinu chez Bachelard

Le continu et le discontinu chez Bachelard

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών   

Αποθετήριο :
Κέντρον Ερεύνης Ελληνικής Φιλοσοφίας (ΚΕΕΦ)   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-SA 4.0

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή
CC_BY_NC_SA



Le continu et le discontinu chez Bachelard

Δεληβογιατζής, Σωκράτης

Η σκέψη του G. Bachelard τοποθετείται στα πλαίσια ενός ανοίγματος της γνώσης — ύστερα ιδίως από την απομυθοποιητική παρέμβαση στο χώρο της φιλοσοφίας των Nietzsche, Marx και Freud— μέσο μιας διεργασίας συνεχούς αναθεώρησης των εννοιών, που παίρνει ενίοτε τη μορφή υπέρβασης. Τούτο συνεπάγεται έναν «ορθολογισμό που εφαρμόζεται» ή ακόμα έναν υλισμό που ολοκληρώνεται μέσα στο ορθολογικό στοιχείο, δηλαδή τροποποιείται χωρίς να παγιώνεται. Οδηγούμαστε, έτσι, σε μια αντίληψη της επιστήμης ως διαλεκτικής της συμπληρωματικότητας και ως άσκησης της αρνητικότητας χωρίς αναγκαστικά ενεργοποίηση της «εσωτερικής αντίφασης», πράγμα που θα παρέπεμπε ευθέως σε αντίστοιχες εγελιανές διατυπώσεις (πβ. Wissenschaft der Logik — Die Lehre vom Sein —). Το λογικό (raison) ξεπερνάει διαρκώς τον εαυτό του, «ψυχαναλύει» την αντικειμενική γνώση, ανακαλύπτει επιστημολογικά εμπόδια, συνδέει τα φαινόμενα με τη μαθηματική τους έκφραση. Η άρνηση λειτουργεί πάντα στο εσωτερικό ενός συστήματος μορφών: ότι ακολουθεί δεν αρνιέται πλήρως αυτό που προηγείται μα το περικλείει. Συναφώς, αντί για αντίφαση θα ήταν ακριβέστερη η χρήση του όρου αντίθεση ή μάλλον «διαφοροποίηση σημασίας» ανάμεσα στην παροντική και την προγενέστερη γνώση, ενόψει μιας αναθεώρησης του πραγματικού που ξεφεύγει τόσο τον απλοϊκό υλισμό (en soi) όσο και την αυλοκρατία (pour soi). Ο δεσμός του ανθρώπου με τη φύση παίρνει άρα έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα το ψυχολογικό στοιχείο τείνει να απορροφηθεί μέσα σε μια διυποκειμενικότητα που παρακολουθεί τα γεγονότα της λογικής. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουμε πρόσβαση σε μια «αντικειμενική» αυτοσυνείδηση χωρίς ταυτόχρονη αναφορά σε άλλες συνειδήσεις, προπάντων σε ότι καινούργιο φέρνει η συνείδηση του άλλου. Ο Bachelard χρησιμοποιεί τον όρο «κατευθυνόμενη φαινομενολογία» (phénoménologie dirigée), προκειμένου να αποδώσει μια κατασκευαστική δραστηριότητα της ανθρώπινης νόησης που οργανώνει αδιάκοπα το πραγματικό, διατηρώντας ότι αντιστέκεται στην επιστημονική εμπειρία. Υπό την οπτική αυτή, ο χρόνος παρουσιάζεται ως το ελατήριο της επιστημονικής ανακάλυψης, διέπει τη διαλεκτική της διορθωτικής αναθεώρησης, υποβαστάζει τις «διαστρωματώσεις» (Merleau-Ponty) ή τους «προοδευτικούς σχηματισμούς της αλήθειας». Η επιστήμη γίνεται ένα είδος συνεχούς «διήγησης» (Lyotard) που διακόπτει «η τελεολογία του παρόντος», καθώς εγκαθιδρύει μια μη-αντιστρέψιμη ορθολογικότητα ως ελάττωση του μη-νοήματος. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια απλή ανθρωπολογία, που αποσκοπεί στο να εμβαθύνει την κοινή εμπειρία, αλλά για μια επιστημολογική φιλοσοφία, που αναπτύσσεται σύμφωνα μα κάποια σχεδόν αυτόνομη δραστηριότητα, η οποία εντοπίζει το αντικείμενό της στην υλικότητα της έκφρασής του μέσα από τη μαθηματική γλώσσα. Ο Bachelard εφαρμόζει την ιδέα αυτή μιας συνεχούς αναδόμησης της εμπειρίας στο φαινόμενο του χρόνου, η «συνέχεια» του οποίου δεν είναι πρωτογενής, όπως στον Bergson, αλλά προκύπτει εκ των υστέρων.Η ελλειπτική περιπλοκότητα του πραγματικού, από τη μια μεριά, και το σχήμα της «δημιουργικής φαντασίας», από την άλλη, μας οδηγούν στο να θέσουμε την πολλαπλότητα και την ασυνέχεια του χρόνου και να μιλήσουμε για «χρονικές υπερθέσεις» (superpositions temporelles). Συναφώς, η διάρκεια δεν παριστάνει παρά ένα μηδενικό χρόνο, αφού στερείται εκείνες τις σχέσεις που θα επέτρεπαν τη μέτρησή της· δεν είναι παρά μια «μεταφορά». Η αληθινή διάσταση του χρόνου έγκειται άρα στην ασυνέχειά του, και η σημασία της στιγμής του παρόντος καθίσταται προφανής: ξεκινούμε από τις θεμελιώδεις εμπειρίες που συλλαμβάνουν το χρόνο στη συσχετικότητά του, θεωρώντας τη «στιγμή» (instant) ως τόπο καθολικοποίησης τόσο του υποκειμένου όσο και του αντικειμένου και όπου συντελείται το πέρασμα από τη μια κατάσταση στην άλλη. Το παρελθόν μας διαφεύγει γιατί η μνήμη είναι «φαντασματική»: το γίγνεσθαι όπως και η αλλαγή συντελούνται μέσα στο ασυνεχές, ο σχεδόν- κανονικός ρυθμός του οποίου θα μπορούσε να συστήσει κάποιο είδος ασυνέχειας - ή συνέχειας του ασυνεχούς. Έτσι, δε μένει παρά ένα παρόν που, ως πρόληψη του μέλλοντος, δίνει τη δυνατότητα να συλληφθεί η διάρκεια στην πολλαπλότητά του γίγνεσθαι της, δηλαδή ως μη-διάρκεια. Έχουμε, συνεπώς, να κάνουμε με μια διαλεκτική της επιστήμης που, μέσω μιας όχι μόνο μεθοδικής αλλά διαρκούς και γενικής αμφιβολίας, αναπτύσσει μια ελευθερία διαφοροποίησης μάλλον παρά «μια βούληση καθαρής άρνησης» — μια διαλεκτική που ενεργοποιεί «περιφερειακούς ορθολογισμούς», οι οποίοι προσδιορίζουν τα «θεμέλια ενός ιδιαίτερου τομέα της γνώσης». Και είναι ακριβώς η περιφερειακότητα αυτή του ορθολογισμού που υπογραμμίζει το ρόλο του ασυνεχούς στον Bachelard, ενώ η συνέχεια συνίσταται σε μια δραστηριότητα δόμησης και ένταξης που επιτελεί το ίδιο το λογικό. Οι περιφερειακοί ορθολογισμοί (=ασυνεχές) εγγράφονται, λοιπόν, στο πλαίσιο ενός ρυθμιστικού ορθολογισμού (=συνεχές)· ο τελευταίος, χωρίς να είναι «απόλυτος» και «ενοποιητικός», αφομοιώνει το καινούργιο και μεταμορφώνει ριζικά το χώρο της εμπειρίας, τόσο επιστημονικό όσο και φιλοσοφικό.

Επετηρίδα


1983-1984


Ιστορία της Φιλοσοφίας
Ασυνεχές
Gaston Bachelard
Συνεχές


Κείμενο/PDF

Γαλλική γλώσσα
Ελληνική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.