The Autonomy of the Stoic View of Time

The Autonomy of the Stoic View of Time

Το τεκμήριο παρέχεται από τον φορέα :
Ακαδημία Αθηνών   

Αποθετήριο :
Κέντρον Ερεύνης Ελληνικής Φιλοσοφίας (ΚΕΕΦ)   

δείτε την πρωτότυπη σελίδα τεκμηρίου
στον ιστότοπο του αποθετηρίου του φορέα για περισσότερες πληροφορίες και για να δείτε όλα τα ψηφιακά αρχεία του τεκμηρίου*
χρησιμοποιήστε
το αρχείο ή την εικόνα προεπισκόπησης σύμφωνα με την άδεια χρήσης :
CC BY-NC-SA 4.0

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή
CC_BY_NC_SA



The Autonomy of the Stoic View of Time

Τζαμαλίκος, Παναγιώτης

Κατά την διαπραγμάτευση του προβλήματος του Χρόνου από τους διαφόρους μελετητές, συχνά η γενικευμένη και απλουστευτική έκφραση «Ελληνική Σκέψη» χρησιμοποιείται για να αποδώσει κατά τρόπο ενιαίο αντιλήψεις Ελληνικών Σχολών οι οποίες διαφέρουν ριζικά μεταξύ των. Σε ότι αφορά το θέμα του Χρόνου, στην καλύτερη περίπτωση επισημαίνεται η (προφανής άλλωστε) διαφορά μεταξύ της Πλατωνικής και Αριστοτέλειας αντιλήψεως περί Χρόνου. Μέχρι σήμερα αυτή η διάκριση είναι η μόνη που γίνεται μέσα στο σύνολο των Σχολών, οι οποίες ονομάζονται «Ελληνική Σκέψη». Κάθε άλλη αντίληψη περί Χρόνου θεωρείται ότι σχετίζεται (ή, ότι πρέπει να σχετίζεται) είτε με την Πλατωνική είτε με την Αριστοτέλεια περί Χρόνου αντίληψη. Στο άρθρο αυτό αποδεικνύεται ότι η ελλιπής κατανόηση της Στωικής αντιλήψεως περί Χρόνου είχε ως συνέπεια να μην έχει γίνει (ούτε σήμερα να γίνεται) αντιληπτό ότι πρόκειται για μιαν άποψη τελείως ανεξάρτητη από την αντίστοιχη Πλατωνική ή την Αριστοτέλεια. Τούτο οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι δεν έγινε αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίον η Στωική αντίληψη περί Χρόνου σχετίζεται με άλλες θεμελιώδεις πλευρές της όλης Στωικής φιλοσοφίας. Στον Πλάτωνα η θεμελιώδης σύλληψη θεωρεί τον Χρόνο ως εικόνα (κινητή της αιωνιότητος), στον δε Αριστοτέλη ο Χρόνος κατά την ουσία του είναι αριθμός (της κινήσεως) και μέτρον (ταχύτητος και βραδύτητος). Σε αντιδιαστολή με αυτές τις δύο αντιλήψεις, οι Στωικοί θεωρούν τον Χρόνο ως διάστημα. Οι ουσιώδεις διαφορές στην οντολογική σύλληψη του τι είναι ο Χρόνος μπορούν να προκύψουν μόνον με μια γενικότερη θεώρηση της θέσεως που έχει η κάθε αντίληψη στην οικεία φιλοσοφία (Πλατωνική, Αριστοτέλεια, Στωική). Η Πλατωνική θεώρηση στηρίζεται στην άποψη ότι ο Χρόνος καθ΄ εαυτόν συνιστά ένα στοιχείο ομοιότητος με μίαν υπερβατική πραγματικότητα. Τελικώς (και στο θέμα του χρόνου) υπαινίσσεται την θεμελιώδη άποψη περί εξαρτήσεως της έγχρονης από την αχρονική υπερβατική πραγματικότητα, εξαρτήσεως της εικόνας από το αρχέτυπο. Στον Πλάτωνα, η έννοια του χρόνου σχετίζεται με την θεμελιώδη αντίληψη ότι ο κόσμος (ως τάξη —δηλ. ως έγχρονη πραγματικότητα) προέρχεται από μιαν υπερβατικήν αιτία και εξαρτάται από αυτήν. Μια τέτοια αντίληψη όμως είναι τελείως ξένη προς την Στωική σκέψη. Διότι εκεί η έννοια της υπερβατικής πραγματικότητος δεν έχει καμμία θέση. Το «όλον» είναι ο φυσικός κόσμος και δεν υπάρχει τίποτε πέρα από αυτόν. Ακόμη και ο θεός των Στωικών είναι ενδοκοσμικός. Σε ότι άφορα τον Αριστοτέλη, ο χρόνος (ως αριθμός) υπάρχει σε στενό συσχετισμό με την ψυχή, η οποία αποτελεί το λογικόν μετρούν υποκείμενο. Δεν νοείται η ύπαρξη χρόνου (= αριθμού) χωρίς την ύπαρξη του μετρούντος υποκειμένου. Στον Αριστοτέλη υπάρχει μια απόλυτη οντολογική προτεραιότητα της κινήσεως. Κίνηση και μετρούν υποκείμενο αποτελούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να έχει νόημα ο ορισμός του χρόνου. Κατ΄ αντιδιαστολή, στους Στωικούς η απόλυτη οντολογική προτεραιότητα αποδίδεται στον χρόνο ως διάστημα. Η διαφορά είναι ριζική, ουσιαστική και κρίσιμη, γίνεται δε φανερή αν ληφθούν υπόψη οι αντίστοιχες αντιλήψεις για την διάρκεια του κόσμου. Για τους Στωικούς ο χρόνος είναι ένας και αποτελεί συνεχές. Εάν ο χρόνος ήταν κατά την ουσία του αριθμός, τότε κάθε διαδοχικός κόσμος θα είχε έναν άλλο χρόνο —αυτόν που θα προέκυπτε από την εξ΄ αρχής αρίθμηση του χρόνου (αρίθμηση, η οποία θα αποτελούσε και αυτήν την ουσία του). Αν αυτό το πρόβλημα δεν παρουσιάζεται στον Αριστοτέλη είναι διότι, απλώς, εκείνος δεν πίστευε στις κοσμικές περιόδους: Ο κόσμος είναι ένας και έχει άναρχη και ατελεύτητη διάρκεια. Η έννοια του χρόνου ως διαστήματος προσδίδει στην Στωικήν αντίληψη μιάν ιδιαιτερότητα σε σχέση με όλες τις άλλες σχολές (όχι μόνο Πλατωνισμό, Νεοπλατωνισμό και Αριστοτελισμό, αλλά ακόμη και Επικούρειους, ακόμη και τον Σκεπτικό Σέξτο τον Εμπειρικό): ο χρόνος δεν εξαρτάται από την κίνηση (και αλλαγή) εξ ορισμού (που σημαίνει από οντολογικήν αναγκαιότητα). Υπάρχει (ιδίως στον Ζήνωνα) μια οντολογική προτεραιότητα του χρόνου σε σχέση με την έννοια της κινήσεως. Ο χρόνος υπάρχει για την κίνηση, ο χρόνος υπάρχει για να μπορεί να υπάρχει η κίνηση, ως έννοια και ως πραγματικότητα. Η έννοια του διαστήματος συσχετίζει τον χρόνο μάλλον με την έννοια της διαστάσεως, παρά με την έννοια της (Πλατωνικής) «κινητής εικόνας» ή του ( Αριστοτελικού) «αριθμού» και «μέτρου». Βεβαίως οι Στωικοί δεν αρνούνται την σχέση της κινήσεως με τον χρόνο. Η διαφορά τους όμως από όλους τους άλλους είναι ότι η επίκληση αυτής της σχέσεως ουδόλως τους είναι αναγκαία κατά την συζήτηση περί της οντολογίας του χρόνου. Και τούτο οφείλεται στο ότι η περί Χρόνου αντίληψή των ήταν ριζικά διαφορετική από εκείνες όλων των άλλων σχολών. Τέλος, ο ευρέως διαδεδομένος χαρακτηρισμός του (λεγόμενου) «Ελληνικού» χρόνου ως «κυκλικού» αποτελεί ένα λάθος, το οποίο προέκυψε από παλαιότερη εσφαλμένη ανάγνωση του Αριστοτέλη και παρεξήγηση της Στωικής αντιλήψεως περί των διαδοχικών κοσμικών περιόδων. Η Στωική έννοια της επαναλήψεως των γεγονότων, αυτή καθ΄ εαυτήν, ακριβώς σημαίνει διάκριση των γεγονότων, έστω και αν αυτά είναι κατά την δομή των απαράλλακτα. Υπάρχει επανάληψη γεγονότων στο άπειρο γραμμικό συνεχές του χρόνου —αλλά όχι επανάληψη του χρόνου καθ΄ εαυτόν. Η έννοια «επανάληψη του χρόνου καθ΄ εαυτόν» δεν έχει κανένα νόημα, ούτε την επικαλείται κανείς Έλληνας· γι΄ αυτό και η αναφορά σε κάποιον Ελληνικό «κυκλικό» χρόνο δείχνει απλώς άγνοια της προβληματικής του χρόνου καθ΄ εαυτόν και είναι μια ακόμη εκδήλωση της απλοϊκής «χωρικής» αντιλήψεως του χρόνου. Αλλά ο χρόνος είναι χρόνος και όχι χώρος, παρά την στενή και αδιαίρετη σύζευξή του με το χώρο. Η λανθασμένη αναφορά σε κάποιον Ελληνικό «κυκλικό» χρόνο ευρήκε πρόσφορο έδαφος σε Χριστιανούς θεολόγους (όπως οι Ο. Cullmann, H.C. Puech, κ.ά.). Ο σκοπός τους είναι η αντιδιαστολή αυτού που εσφαλμένως θεωρούν ως «Ελληνική» αντίληψη από την Χριστιανική σκέψη, για λόγους καθαρά δογματικούς (και ουδόλως σχετιζομένους με την ουσία του χρόνου, ως χρόνου). Το πρόβλημα με αυτούς είναι ότι γενικώς δεν γνωρίζουν την προβληματική του Χρόνου καθ΄ εαυτόν (ο Cullmann τονίζει με έμφαση ότι θέλουν να την αγνοούν· η πραγματικότητα είναι ότι ούτως ή άλλως ουδόλως την γνωρίζουν). Η Στωική αντίληψη (παρά το δόγμα περί των κοσμικών περιόδων) διατηρεί την έννοια της γραμμικότητας του χρόνου. Εάν έπρεπε οπωσδήποτε η επανάληψη των γεγονότων να θεωρηθεί ως εισάγουσα ένα στοιχείο κυκλικότητας (από μιαν επίμονη, αλλά άνευ ουσιαστικού νοήματος, απαίτηση για ορισμό ενός «σχήματος» χρόνου, κατά μια «χωρικήν» αντίληψή του), τότε ο Στωικός χρόνος θα απεικονίζετο με μίαν έλικα (spiral). Αλλά, ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, αυτός παραμένει ουσιαστικά χρόνος γραμμικός και απειρομήκης κατά τις δύο κατευθύνσεις του, δηλαδή το παρελθόν και το μέλλον. Το συμπέρασμα είναι ότι η Στωική περί χρόνου αντίληψη είναι τελείως ανεξάρτητη τόσο από την Πλατωνική όσο και από την Αριστοτέλεια. Δεδομένου ότι, γενικώς, η έννοια του χρόνου εκφράζει και συνοψίζει σχεδόν το σύνολο των επί μέρους πλευρών μιας φιλοσοφίας, ή συγκεκριμένη Στωική άποψη θα ανεμένετο να προκύπτει από τις γενικότερες διαφορές του Στωικισμού γενικότερα από τον Πλατωνισμό και Αριστοτελισμό. Και, πράγματι, η ανεξαρτησία και πρωτοτυπία της Στωικής αντιλήψεως περί Χρόνου ακριβώς εκφράζει και οφείλεται στην ανεξαρτησία και πρωτοτυπία της Στωικής Σκέψεως, ως συνόλου.

Επετηρίδα


1989-1990


Ιστορία της Φιλοσοφίας
Πλατωνική Φιλοσοφία
Στωική Φιλοσοφία
Αριστοτελική Φιλοσοφία
Χρόνος


Κείμενο/PDF

Ελληνική γλώσσα
Αγγλική γλώσσα




*Η εύρυθμη και αδιάλειπτη λειτουργία των διαδικτυακών διευθύνσεων των συλλογών (ψηφιακό αρχείο, καρτέλα τεκμηρίου στο αποθετήριο) είναι αποκλειστική ευθύνη των φορέων περιεχομένου.