Toggle navigation
Home page
Search items
Browse
Persons
Types
Subjects
Historical periods
Places
Map
Institutions
Collections
Thematic exhibitions
Portraits
Interoperability
About
The project
Publications
News Bulletin
Help
For institutions
Join
Publication requirements
Expression of Interest
Data delivery to Europeana
Contact
ΕΛ
•
ΕΝ
Home page
Places
Europe ▶ Greece ▶ Thessaly District ▶ Nomós Kardhítsas
Thrapsími
Discover
50 items
related to this place
Search
More search options
Filters
Filters
Clear
Subject
Culture
(50)
Cultural policy and planning
(50)
Intangible cultural heritage
(50)
Folklore
(50)
Oral tradition
(50)
Type
Intangible cultural heritage
(50)
Folk Legend
(37)
Proverb
(13)
Place
Europe
(50)
Ευρώπη
Balkan Peninsula
(50)
Βαλκανική χερσόνησος | Βαλκάνια
Europe
Greece
(50)
Ελλάδα | Ελλάς | Hellenic Republic
Thessaly
(50)
Θεσσαλία
Europe ▶ Greece
Thessaly District
(50)
Περιφέρεια Θεσσαλίας | Thessaly
Europe ▶ Greece ▶ Thessaly District
Nomós Kardhítsas
(50)
Νομός Καρδίτσας | Νομός Καρδίτσης
Europe ▶ Greece ▶ Thessaly District ▶ Nomós Kardhítsas
Thrapsími
(50)
Θραψίμι | Θραψίμιον
Mediterranean Sea
(50)
Μεσόγειος
Chronology
1950 - 1999
(50)
Historical period
Modern Greece
(50)
Postwar Greece
(50)
Institution / collection
Academy of Athens
(50)
Archives of Proverbs and Popular Legends of the Hellenic Folklore Research Centre, Academy of Athens
(50)
Europeana type
Text
(50)
Thumbnail or file license
CC BY-NC-ND 4.0 GR
(50)
Language
Greek
(50)
1 - 30 from 50 items
Map
Grid
Sort by
Relevance
Ascending date
Descending date
Εδώ στο χωριό μας έπεσε πείνα. Δέκα χωριανοί ντροπιάστηκαν να ζητιανέψουν και βγήκαν στο κλαρί. Πήγαν πρώτα στα κατ’ χωριά να πάρ’ αλεύρι. Φκιάκαν σημειώματα με σφραγίδα «οι πέντ’ αδελφοί» και τα ‘στέλναν σε νοικοκυραίοι. Ένας τους απάντησε ότι δεν στέλνει κι αν είναι άντρες να πάνε εκεί. Αυτοί πήγαν στους Κουβανάδες, εμπλοκάρησαν το χωριό, πήραν όμηρο το παιδί του παπά. Κι αντί για 50 οκάδες του ζητούσαν 500. Αναγκάστηκε ο παπάς να φέρ’ στο λημέρι τις οκάδες και του ‘δωκαν το παιδί. (Το περιποιήθηκαν αρματωμένο με κάπα με τον τραβά τ’ 24 – 25 χρονών παιδί). Τσ’ ήφηρι και ρουχισμό κι τσαρούχια. Μετά έρχιτι στρατός Ιταλικός (2000 στρατός), ήρθανε στο χωριό μαζί Έλληνες χωροφύλακες. Πιάσανε ομήρους απ’ τους συγγενήδες (όλο το χωριό στην εκκλησία Άγι Γιωργίου). Ο Ιταλός ταγματάρχης σήκωσε χειροβομβίδα στα χέρια τ’ και την απολύσ’. – Θα σαςκάψω. Αλλά το χέρι τ’ δεν κατέβαινε πιάστ’κε. Λέει στο παπά του χωριού : Ποιόν Άγιο έχετε σεις εδώ κι προσκυνάτε; Λέμε : « Τον Άγιο Γεώργιο». Να τον ευχαριστήτε, γιατί κάτι με κράτησε και δεν σας σκοτώνω. Ύστερα τους έβγαλε στα δέντρα, στη γραμμή. Έκαμε πάλι για φόβο, αλλά δεν τράβηξ’. Είχανε μαζί τους πυρομαχικά και πετρέλαια, αλλά δεν κάψανε το χωριό.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Αυτού στο μύλο, καθώς ερχόμαστι στο χωριό, ένας Νίκος Γούλας, τον είχε νοικιασμένο το χειμώνα. Είναι βακούφ’κος (τ’ Αγίου Γεωργίου Θρεψιμιού). Το καλοκαίρ’ νοίκιαζε τον άλλο. Αυτός φαίνεται έκλεβε από το βακούφ’κο το χειμώνα και το πουλούσε το στάρ’. Πήρε και το καντάρ’ στον καλοκαιρινό μύλο να το ‘χ’ αυτός. Μια βραδιά κινάει ο Άη Γιώργης και πάει στο μύλο τον καλοκαιρινό, στο Νισπέρ’ και τον πλακών’ στο ξύλο. «Γιατί πήρις το καντάρι απ’ τον μύλο; (Κείνος είχι πή πως του το ‘κλέψαν οι απαλέτες. Δεν είπι Δομήτι το). Τον πλακών’ στο ξύλο ως ότο φύτησε (= έφτυσε) αίμα! Μόλις σ’κώθ΄κε κι έδωσε χαραγή, δε μπόρ΄σε να σταθή απ’ το ξύλο. Τον ρωτάει η γυναίκα τ’ τι έχει. Ήρθ’ ένας καβαλλάρης μ’ ένα ψαρί άλογο και με ποδοπάτ’σε με τ’ αλογό και με χτύπ’σε με το κοντάρ’. Έπειτα από 5 – 6 μήνες πέθανε αυτός
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Καίτοι καθιστός, πολύ ορθά μιλάω
Date
1959
Item type
Proverb
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Του ξύλου βγήκι απ' τουν παράδ'σου
Date
1959
Item type
Proverb
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Ένας έκοβε το δέντρο της εκκλησίας και γκαβώθ'κε. Πήγανε τρείς Τούρκ' κι κόβανε ξύλα. Τους λέει ένας γέρος, “Μην τα κόβετε, γιατ' είναι βακούφ'κα” Εκέινοι γελάσανε. Ένας είπε : Αν είναι βακούφ΄κα ας έρθ' εδώ η αγία Παρασκευή να μας δείρ'. Κι έπεσ' ένα ξύλο και τον εχτύπησε στα μάτια και σε 2 ώρες πέθανε κιόλα και δεν ξανακόψανε, Κι ένας από το χωριό μας έπαθε τα ίδια και τον σέρνανε με το σκοινί κι εδιακόνευε. Τα δέντρα βρίσκονται ακόμα (πουρνάρια και βαλανιδιές). Και ο καλόγερος που έκοβ' από κεί, ψόφησαν τα γελάδια του.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Το κουτί τ' Αγίου Χαραλάμπους (δάχτυλο) το πήραν οι Τούρκοι σαν λάφυρο και δεν ήξεραν τι είχε μέσα κι ο παπούς του Χρ. Ρούμπη τ' αγόρασε. Μα το δάχτυλο βάραε σαν ρολόϊ (σαν ταμπακερούλα), κι απ' αυτό εκατάλαβε ο Ρούμπης.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Λείψανον Αγ. Χαραλάμπους από το 1824 στο Θραζίμι. Με την Επανάσταση οι Τούρκοι ελεηλάτησαν τα Μετέωρα και το πήραν. (Τούρκος Αξιωματικός). Επήγαινε στη Ρεντίνα (όπου είχαν ταμπούρια). Πέρασε απ' εδώ κι εκοιμήθηκε στο σπίτι του Αργύρη Θανάση. Το βράδ' έφαγαν ψωμί και το κρέμασε στο δισάκκι. Εκεί που τρώγαν, ακούονταν κρότοι. Φώναξε ο νοικοκύρης. - Αφέντη, τι βροντάει; - Δεν έχομε τίποτα. Β! Φορά. - Έχομ' ένα λείψανο από τα Μετέωρα (τ' Άγιου Χαράλαμπους). - Το πουλάτε; - Ναι 1000 γρόσα. Του είχε αυτός στο σπίτ' σαν ιδιωτικό. Δεν πέρασαν 10 χρόνια, πήραν κλέφτες έναν απ' το Αργυραίο σκλάβο. Ζήταε πολλα λεφτά, δεν είχ' να ξαγοράσ'. Είπαν οι επίτροποι της εκκλ. - Να πήρώσ΄με 'μεις την ξαγορά, τα γρόσα και να πάρουμε το κουτί τ' αγίου Χαραλάμπου το λείψανο (από 1000 γρόσα παραπάν' κάνει). (Κόκκαλο απο χέρι, καρπό) κι ένα κομμάτ' τ' άγιου Παντελεήμονα. Είναι πολύ θαυματουργό.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Τώρα που έιμαστε σε μετακίνησι, η γυναίκα μ' κινδύνεψε να πιθάν'. Είχαμε τον Άγ. Χαράλαμπο. - Φέρτε τον. Ικεί που ήταν αναίσθητη, λέει : - Ποιός μ' εφώναξε; Ήρθε, λέει ένας γέροντας και με ρώτ'σε. - Που σε πονεί; Μ' έκρουσι 'κει κι αλάφρουσα. Οι γιατροί είχαν απελπίσει.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Όταν πέρασε ο Καραϊσκάκης εκαιόντανε η εκκλησία κ' επήρε με τους στρατιώτες και με χωριανούς κι εκόψανε φτελιές κι εσκέπασε την εκκλησία. Έκανε τσατή (= στέγη). Η παλιά εκκλησία ήτανε βυζαντινή, είχε ζωγραφιές (στους τοίχους). Διάταξε τα παλληκάρια τ'. (Μέχρι τώρα που τη χαλάσαμε ήτανε εκεί τα ξύλα 1920).
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Την παράλλη βραδυά, βλέπω μια γυναίκα στη σ'κιά να φάη σύκα. Πάω να τ' σταυρώσω, να τ'ν πιάσ' γίν'κε άφαντη. Μήπως τρύπωσι δω; Απολάω το σκ'λί, δεν έβλεπε τίποτα. Δεν είν' καλή δ'λειά, λέω: Αφάντιασμα, είπα.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Στου Χατζή τ' γιοφύρ' λένε πως άκ'σαν πολλοί. Βγαίνοντας εδώ, βλέπω κάποιον Καλατζή. Ήτανι φοβισμένος. Παρ'σιάστηκε μπροστά του το βόϊ, μια φορά σα γυναίκα, μια σα βόϊ. Άκουσε ένα μουγκρητό. Έ..ε..ε..ε..! Μη φοβάσαι. Προχώρα, αν το πειράξης, θα σε πειράξη. Μεγάλο ζώο, μεγάλο έργο (δηλ. στο θεμέλιωμα των γεφυριών).
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Έν’ αμπέλ’ σπαρμένο. Κατέβ’κα να ποτίσ’. Βράδυ, φεγγαράκι – μέρα. Βλέπω κατεβαίνει ένας ψηλός ποδοβολές. Κατεβαίν’ στο ρέμα, ύστερ’ ανεβαίν’ στη δέση. Λέω: Τι δουλειά έχ’ αυτός να χαλάσ’ τη δέσ’; Είχα το τουφέκι για την αλ’πού, αλλάζω τα σκάγια, βάνω βόλια γι’ άνθρωπο και ετοιμάζομαι να ρίξω με τσι δραμιάρες. Μόλις μαζεύω το τ’φέκι να τ’ ρίξω, σηκώνετ΄ αυτός κι έκανε ά – άχ – άχ – άχ! Τσούλωσα έγω. Λέω, αυτό είνι ίσκιωμα, αφάντασμα. Πάω να πλαγιάσω, σκώνετ’ ο γάδαρος, κάνει τον κατήφορο να πάη στο καλαμπόκι. Μπροστά ‘κείνος, πίσ’ εγώ φτάσαμε στα καλαμπόκια. Λάλ’σαν τα κοκότια, πέρασε αυτό.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Ένας εδώ παντρεύονταν κι πάνε χρόνια. Πήρανι τη νύφ' νάν την πάνε στην απιδιά (άλλο χωριό). Μόλις έφτασι 'κεί η νύφ', λέει στη μητέρα της. - Ρε μητέρα, γιατί δε με 'δωσες την κλώσσα με τα κλωσσόπουπουλα; - Κόρη μου, λέει, σάμπως μ' άφησες τίποτε; Λέει, θα μ' τη δώσ'ς. Πήγε της έφερε την κλώσσα, αλλά αγανάχτησε. Λέει : “Μαρμάρωθής και να απομείν'ς. Κι από τότε έμειν' η πέτρα που μοιάζ' της νύφης κι είναι από κοντά η κλώσσα με τα κλωσσόπουλα.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Ήρθαν στο Κάστρο κάτ’ξένοι κι ανέβ’καν μ’ένα θ’κό μας του χωριού να βρούν λεφτά. Τον θ’κό μας τον ήθελαν για να τους δείξ’ τα μέρια. Όταν αυτοί βρήκαν τουν προυσανατολισμό, τουν δ’κό μας τον έδιωξαν. Του ‘πουν.’’ Άλλ’ φορά θα ξανάρθ’μι’’. Τώρα κι έκαμαν ύστερα, δεν ξέρω. Πήραν, δεν πήραν τα λεφτά; Δεν ξέρ’με.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Πιο κάτ’απ’το Γεφύρι,ανεβαίνοντας τη στροφή είναι μια γούρνα απ’βρήκανε λεφτά (1958)από Τούρκους (35.000 πεντόλιρα). Ένας δασοφύλακας πήγε και βρήκε το πιθάρι σπασμένο και δόγμα (=δείγμα ένα πεντόλιρο). Έφτιαχναν το δρόμο οι δικοί μας και δεν εκατάλαβαν τίποτα. Ήρθαν Τούρκοι με σχέδιο, ντυμένοι γυρολόγοι, με αυτοκίνητο μερσεντές και πήγαν κατευθείαν εκεί αφού γύριζαν στον Κέδρο με το εμπόρευμα.Νύχτα πήγαν στο μέρος,πήραν τα λεφτά και χάθηκαν. Ο δασοφύλακας υποψιάστηκε κι εβρήκανε πιθάρι σπασμένο και πεντόλιρο. Σταθμάρχης τότε ήταν Αντώνιος Παπαλαζάρου, εν ήργησε και τους πιάσανε στα σύνορα. Τους πήρανε τα χρήματα πίσω (35.000 πεντόλιρα). Χρόνια!
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Λένε πως κάποια πήρε και το χτένι αυτηνής της Λάμιας από τα χέρια της εκεί στις Μεγάλες βρύσες και το πήε στο σπίτ’ τ'ς. Αυτή παρ’σιαζότανε στον ύπνο της συνέχεια κάθε νύχτα, ώσπου αναγκάστ’κε να της το πάη πίσω στη βρύσ’.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Μετά (προηγείται η διήγησις άλλης παράδ. σελ. 484 – 85) νοικιάστηκ’ ο μύλος και τον πήρε άλλος κι όντας ζύγουνε το Σαρανταήμερο, κίνησι μίνια γριούλα να πάη στου μύλου ν’ αλέσ’. Μόλις τράβηξ’ να βγη όξ’ η πόρτα δεν αν’γε. Ακούει μια φώνη. – Που θα πάς; Μη φεύγ’ς η ώρα είναι ακατάλληλη. Αυτήνη δεν άκ’σε, γιατί τα παιδιά τς τάχε νηστικά. Αφόσον κίνεισι έφτασε στη βρύσ’. Εδώ κάθησε κουρασμένη. Ήταν ώρα 12, μεσάνυχτα. Βρήκε μια γυναίκα που ξέπλενε τα μαλλιά της και νιβόταν. Και της λέει: - Καλή μέρα, λέει η χωριανή. – Καλώς την κυρούλα, λέει το αφάντιασμα. Να μη βασκαθούν τα μαλλιά σου! – Ευχαριστώ! Με γεια να φας και συ το ψωμί σου. Πόσα παιδιά έχ’ς; - Έχω πέντε. Ιγώ θα φύγου, θα πάω στα παιδιά μου. – Να φχαριστάς που μου ‘πις το «Καλημέρα» και μου ‘πες και τον καλό λόγο να μη βασκαθούν τα μαλλιά μ’. (Αλλιώς θα πάθαινε κακό). Μετά πήγε στο σπίτ’ της και τα μολόγησε.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Ήταν κάποιος Τσάκας εδώ. Ο Κωσταράς ήταν βρουκόλακας και πάει απο το Χατέλ' και παρουσιάστ'κε. Μ' έφα ου Κουσταράς. Τον σήκουσαν οι άλλ', τον πήγαν σ'άλλο χωριό. Αυτός κυνήγαε μόνος του άρρωστους και τους συγγενήδες. Στο τέλος κάρφωσαν τον Κωσταρά.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Από πολλά χρόνια έτυχε να περάσ’ μια παρέα κλέφτες. Πήραν ένα σφαχτό και το ψήσαν. Παρουσιάστηκε κι αυτός [ο αρχιληστής κλέφτης Δροσούλας, που σκοτώσανε και βρυκολάκιασε], με τ’ άρματα. – Βρε καλώς τον καπετάν – Δροσούλα! Πως περνάς; Εγώ τα ρήμαξα τούτα. Αφού ψήσανε το σφαχτό... που κατοικείς; Εξαφανίζονταν σε μια σπηλιά. Απ’τσι πολλές φορές π’ κάνανε παρέα αποφάσισε να μαρτυρήσ’ τη Σπηλιά. (στ’ χαλιά τσ’ Τρύπης). Τον έβαλαν ναν τα’ το μαρτυρήσ’. Είπε ότι στου τάδε μέρος, εκεί μένω. Το Σάββατο αυτοί οι βρουκόλακες δεν μπορούν να κινηθούν. Ούτε έχ’ δικαίωμα να κάμ’ ζουμιά αυτήνη την ημέρα. Ξεκινήσαμε όλ’ η παρέα να πάν στην τρύπα τ’ να τον βρούν (το Σάββατο) τον βρήκαν. Μόλις τσ’ είδε, κατάλαβι. Ποιος σας είπι κι ήρθιτι δώ; - Ήρθαμι. – Εγώ κατάλαβα. Ο κουμπάρος σας ήφερι ‘δώ πέρα. Θέλω να τον δώ. Του ‘δώκαν μια κάπα (συγκούνι), τάχα πως είν’ ο κουμπάρος τ’. Μόλις του την παρουσίασαν, τη ρούφ’ξε κιόλας. Πάει η κάπα. Μετά τον κοπάνισαν μ’ ένα κέδρινο ξύλο, ένας Σαββατογεννημένος και τον τέλειωσαν. Τον κοπάν’σ ου Κωσταράς και όταν πέθανε βρουκολάκιασε κι αυτός.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Ένας εύζωνας κι ‘γω πήγαμε να κάμμε κολύμπι σ’ ένα ποταμάκι κι αυτός πνίγ’κε. Δε μπόρεσε να τον σώ’ κανείς. Ήρθ’ ένας κολυμπετάς, ήρθε και τον έβγαλε μέσ’από τη γούβα. Ήταν πεθαμένος. Μετά από λίγες μέρες, αυτός βρουκαλάκιασε και πάαινε και κολύμπαε σ’αυτό το μέρος. Και εγώ φύλαγα σκοπός κι άκουσα έναν κρότο, όπως πήδαγε μέσ’στη γούρνα. Στο πρώτο [‘ακουσα, νόμισα ότ’είνι ψάρια. Τη β’ φορά πάλε ψάρ’. Την γ! κοιτάζω, έβγανε φωτιά. Αφού είδα τη λαμπάδα, υποψιάστηκα, αφού ήξερα την ιστορία και φοβήθ’κα. Κι τον βλέπω κι ιρχόταν κατά μένα κι έβγανε φωτιές. Στα 30 μέτρα τον γνώρισα. Σκιάχτ’κα, μα δεν ήξερα τι να κάμω. Φοβήθ’κα, αλλά πώς να φύβγω; Ενθάρυνα όμως, επειδή είχα εξ ακοής, πως άμα είσι ξύπνιος, δε μπορεί να σι κάμ’ κακό. Έλεγα να τον πυροβολήσω, αλλά θα σκωθή το Τάγμα ούλο. Μα κι αν σκάσ’ το τα’φεκι και σκοτωθώ μοναχός μου; Να βγάλω την ξιφολόγχη να τον ξεκοιλιάσ’. Μα πάλι σκια΄ζμ’να. Φεγγάρ-μέρα, στάθηκε μπρός μου αυτός, κοίταζε μένα κι ‘γώ αυτόνα. Πλησίασε στα 10 μέτρα. Βάσταγα το όπλο τρομαγμένος. Κι τη δύναμη δεν την είχα. Έμεινα έτσι. Η θα τον ξεκ’λιάσω (=ξεκοιλιάσω) ή θα πεθάνω. Αλλά αυτός έκανε κανονική μεταβολή κι επήε στη γούρνα κι εβούτηξε. Έβγαλε φωτιά και χάθηκε στη γούρνα. Περίμενα να περάσ’ η ώρα, να μ’αντικαταστήσ’. Δε πέρναγε. Ήρθ’ ο σκοπής μ’άλλαξε, δεν του ‘πα τίποτε. Στ’αντίσκηνο που πήγα, μ’είδαν τα παιδιά σκιαγμένο. Τι έπαθες; Λέει. Μη φοβήθ’κες; -Καλά είμι. Δεν πρόφτασα να καθήσω, βλέπω τον άλλο σκοπό, έρχονταν μαντήλ’ = άαπρος. Μόλις έφτασε πετάχτ’καν έξω, τον ρώτησαν τι έπαθες. Ότ’ έπαθα και ‘γώ. Ο Ηλιόπουλος βρουκολάκιασε! (τι να πω άς ιδή κι άλλος). Μόλις ήρθαν οι γιατροί ν’αναστήσουν τον αναίσθητο, ρώτησαν εμένα και τους είπα (Έβαλα διπλοσκοπούς). Όταν είμαστε ξυπνοί, δε μας τρώει.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Ήταν ένας αρχιληστής, κλέφτης Δροσούλας. Τον σκοτώσανι σι συμπλουκή και βρουκολιάκιασε. Πολλά χρόνια είχε πηρετήσ’ σ’αυτά τα βουνά. Έβγαιναν το καλοκαίρ’ στα βουνά, οι βλάχ’, αυτάς βύζανε τα ζώα, τους ανθρώπους. Τους ρήμαξε τους άλλους. Είχ’έναν κουμπάρο δικό τα’, δεν τον πείραζε. Αφού όμως απήύδησε ο κουμπάρος να ναι μοναχός τα’να βλέπ’όλο τα’αφάντιασμα, γιατί οι άλλοι είχανε φύγει, αποφάσισε να φύγη. Αυτό όμως το αντιλήφθη ο κουμπάρος, ο βρουκόλακας κι βγήκε μπροστά. Γιατί κουμπάρε φεύγεις; Δεν είμαστε καλά; Εγώ εσένα σε αφήνω. Έχω κόψει το σύμπαν (κόμμα) εχή, πυροβολισμοί, φωνές αλλά δεν ήβλεπες τίποτε. Έφυγε ο κουμπάρος όμως.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Έχω ακ'στά απο τους παλιούς, να πάμε Σαββάτο να τον καρφώσουμε. Βρήκαμε έναν Σαββατογεννημένο, ξύσαμ'ένα βουφλί απο κέδρο, πήγαμ', τον ξεχωσάμε, βγάλαμε το καπάκι, ήταν ζωκρός μέσα, με το καπάκ' ανοιχτό τον καρφώσαμι και βγήκε αίμα. Κείνος ήταν ο Θάνατόσ τ'. (Του δαιμονικού που τον περίλαβε). Μόνο τα μάτια κινήσανε λίγο οι χάντρες κι απο τότες δεν ματαβγήκε.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Ο βάτος αυτός (κλωνάρι, τον οποίον χρησιμοποιούν για να πάρουν τα μέτρα της κάσας του νεκρού και του τάφου), όνταν κυνήγαγαν οι Οβραίοι να πιάσουν το Χριστό, εκρύφτηκι η Παναγία πίσω από ‘να βάτο κι ο βάτος την προφύλαξι κι γλύτοσι. Γι αυτό παίρνουμε το μέτρο, να μαι φυλάη, να μην πεθαίνουμε.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Ο Χριστός περπάταε δω στον κόσμο. Κίνησ’ από το ιένα το χωριό, να πάη στο άλλο. Στο δρόμο απ’ πάαινε ηύρε το γελαδάρ’. Τα γιλάδια τότες δεν έφευγαν, να τα πιάν’ η μύγα να φεύγ’νε, σταλιάζανι. Τ’ λέει ο Χριστός: Καλημέρα. Αυτός καθόνταν ξαπλωμένος χωρίς κόπους, τρεχάματα. Ούτε σκώθηκε να σεβαστή. Καλημέρα μόνο είπι. Λέει ο Χριστός. Νερό είνι δω κουντά πουθενά; Εα που είνι, λέει κι έδειξε μι το πουδάρ’. Προυχώρησ’ ο Χριστός λιγάκ’ θυμωμένος. Πιο πέρα ήταν ο Πρατάρης, απ’ φύλαε τα πρόβατα. (τσοπάνος). Αυτός όμως δεν πρόφτανε να πάρ’ τη σκούφια τ’. Π’ λάλαε να τα φτάσ’ τα πρόατα. Καλημέρα, τ’ λέει ο Χριστός. Νερό είνι πουθενά. Του λέει κι αυτός: Είνι, μα τι να κάμω τα πρόβατα; Που να τ’ αφήκω; Λέει ο Χριστός. – Άντε φύε και τα πρόβατα θα ντα φ’λάξω εγώ. Έστησ’ ο Χριστός τη μαγγούρα στη γη, την ακούμπ’σε καταή και τα πρόβατα πήγαν όλα κει και σταμάτησαν, όπως μαζεύωνται τώρα. Στάλισαν. Από τότε είναι ήσυχα και κάθονται. Μόλις κίνησ’ ο τσοπάνος να πάη για νερό, τα γελάδια άρχισαν κάνουν όπως έκαναν τόσον καιρό τα πρόβατα κι ο γελαδάρης έκτοτε, πάει και το καθησιό, πάει και η ξάπλα. Ενώ η τσοπάν’ς ξεκουράζνται κάπ’ - κάπ’.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Ο Μαλισσόβας είχι φτιρά κι πιτούσε. Κλέφτης, παλληκάρ’. (Το ‘λεε ου Δημητράκος, δεν το θ’μάμαι). Ήταν μπαστάρ’κο. Αυτούνοι ήταν 80 κλέφτις μαζί, στη θέση φουρνότσ’μα (εδώ στο Θραψίμ’. Έψηναν αρνιά κι είχαν καραούλι βγαλημένο. Τους πήρε και το μπαϊράκ’. Και το λέμε στου Μπαϊρακτάρ (βοσκό) απάν’. Προτού στηθή το καραούλ’ έβγαλαν μια πλάτι κι’ εξήτασαν. Είδαν στην πλάτ’ πως τους παίρνουνε καταπόδ’ οι Τούρκοι, τσ’ είπε ότι θα πιάσωμε μάχη και θα βαρεθή ένας από μας. Πήραν τ΄αρνιά μ’σοψημένα κι έπιασαν τη Γουρνωτή (την πολεμίστρα). Έπιασαν θέσ’ κι άρχεψαν μάχ’. Και τσι κυνήγωσαν μι τα σπαθιά τσι Τούρκοι. Βάρεσαν πολλούς. Αλλά ο Μαλισσόβας, επειδής ήταν παλλ’κάρ’ κι είχι κι φτιρά στην αμασχάλ’ (τα μολόγαε ο Κατσής) πετιόνταν και τσ’ έπαιρνε στο ποδάρ’ με τα σπαθιά και δεν μπορούσαν να τον χτυπήσουν. Είχι τίμιο ξύλο και δεν τον έκαναν τίποτα. Αλλά οι Τούρκοι το υποπτεύθηκαν πως είχι τίμιο ξύλο κι έκοψαν βόλι ασημένιο (από χαρπί) απ’ γιόμωναν τα κουμπούρια με μπαρούτ’ και τον σκότωσαν. Πήραν το κεφάλι τ’ κι φώναξαν τσ’ κλέφτες: «Τι τον έχιτι το Μελισσόβα; Τότε πετάχ’καν οι κλέφτες: Τι τουν είχαμι του Μελισσόβα; Τσιράκι τον είχαμι! Τι να πούνε; Ξανάπιασαν τη μάχ’ κι σκότωσαν καμιά τρακοσαρία Τούρκοι. Τους κυνήγησαν, παν καλιά τα.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Ο Μελισσόβας ήτανε στου Σεραλή. Άρμεγαν τα γίδια. Ο σύντροφός του, Τσαρουχογιώργος, είδι ένα ζαρκάδ’ και φωνάξι. (ήταν βαρητής, βαριε τα γίδια – τσοπάνης ο Μελισσόβας). Απαράτ’ σε τ’ άρμεγμα ο Μαλισσόβας και λέει: «Θαν το πιάσω. Αφήσι την αρμιγή κι πήγε και το πιασι. Διακόσια μέτρα μακριά απ’ αυτόνε και στο φύβγα του το ‘πιασε σ’ άλλα διακόσα μέτρα. Μέσα σε 500 μέτρα το ‘πιασε και το ‘φερε στον ώμο. Ο Μελισσόβας ήτανε ύστερ’ από το 21.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Άμα έπεφταν κάτω (οι Αρχαίοι Έλληνες με τόσο μεγάλα τα πόδια τους) ήταν ο θάνατός τους. Σκοτώνονταν.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Ο βράχος έπεσε πάν’ στο χωριό το παλιό. Λάλα ένας κόκκοτος, τρία χρόνια ακουότανε.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
500 μέτρα από το χωριό είναι η τοποθεσία Καρυές. Εκεί ήταν χωριό. Κι έπεσε ο βράχος κι επλάκωσε όλο το χωριό. Τώρα έχει σκορπίσ’. Και λένε πως τρία χρόνια άκουαν από κει μέσα κόκκοτα που λαλούσε.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
Το Σάββατο αυτοί οι βρουκόλακες δεν μπορούν να κινηθούν. Ούτε έχ' δικαίωμα να κάμ' ζουμιά αυτήνη την ημέρα. Ξεκινήσανε άλ'η παρέα ν πάν στην Τρύπα τ' να τον βρούν (το Σάββ.) τον βρήκαν . Μόλις τσ'είδε, κατάλαβε. - Ποιός σας είπε κι ήρθετε 'δώ; -Ήρθαμι. - Εγώ κατάλαβα, ο κουμπάρος σας ήφερι 'δω πέρα. Θέλω να τον δω. Του έδωκαν μια κάπα (συγκούνι). Τάχα οως είν'ο κουμπάρος τ'. Μόλις του την παρουσίασαν, τη ρούφ'ξε κόλας. Πάει η κάπα. Μετά τον κοπάνισαν μ' ένα κέδρινο ξύλο, ένας Σαββατογεννειμένος και τον τέλειωσαν. Τον κοπάν'σ ου Κωσταράς και όταν πέθανε βρουκολάκιασε κι αυτός.
Date
1959
Item type
Folk Legend
Creator
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
Place
Thrapsími
Institution
Academy of Athens
×
×