Ο Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983), που είχε γεννηθεί στο Κρασνοντάρ του Καυκάσου αλλά από το 1922 ζούσε στην Ελλάδα, ανέβηκε στο βουνό στις αρχές του 1944, για να αποτελέσει μέλος του καλλιτεχνικού και κινηματογραφικού τμήματος του ΕΛΑΣ. Κατά τη διάρκεια της πολύμηνης παραμονής του στα βουνά της Ευρυτανίας, έως τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, φιλοτέχνησε πλήθος σχεδίων από τη ζωή των ανταρτών αλλά και των κατοίκων της περιοχής. Τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι κάτοικοι των βουνών και φιλοτέχνησε αρκετές μελέτες για πορτρέτα, όπως επίσης ηθογραφικές σκηνές και εικόνες από τις κοινωνικές αλλαγές (π.χ. τα λαϊκά δικαστήρια) που είχε επιφέρει η κυβέρνηση του βουνού. Ο νεαρός Βοσκός, που ζωγραφίστηκε στις 22 Αυγούστου 1944, αποτελεί τμήμα της ευρύτερης αυτής παραγωγής του Σεμερτζίδη που εκτελέστηκε επί τόπου, στο βουνό, με τα ελάχιστα μέσα που είχε στη διάθεσή του: μολύβια, χαρτιά και χαρτόνια, υδροχρώματα. Ο νέος εικονίζεται σε στάση ¾. Τα πλούσια κατσαρά μαλλιά πέφτουν μπροστά στο μέτωπό του, ενώ ένα χαμόγελο διαγράφεται κάτω από το λεπτό μουστάκι του. Το σχέδιο του Σεμερτζίδη είναι ρεαλιστικό – αποτυπώνονται όσο γίνεται ακριβέστερα οι ρυτίδες έκφρασης, ο δυνατός λαιμός, το αξύριστο πηγούνι. Το χρώμα περιορίζεται σε τόνους του καφέ και της ώχρας, περιβάλλεται ωστόσο από ένα σκούρο λαδοπράσινο φόντο, που χρησιμοποιείται για να φωτίσει το πρόσωπο, που είναι και το κατεξοχήν θέμα. Η πινακοθήκη προσώπων και θεμάτων που συγκρότησε ο Σεμερτζίδης σε αυτούς τους πυκνούς μήνες, τροφοδότησε την παραγωγή του για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Ειδικά η μορφή του βοσκού δουλεύτηκε εκ νέου αργότερα είτε σε χαρακτικά είτε ως τμήμα ευρύτερων σκηνών. Δεν χάνει όμως, εδώ τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της ως ένα πολύ δυνατό πορτρέτο ενός λαϊκού ανθρώπου.
(EL)