Ο Βασίλης Σκυλάκος (1930-2000) γεννήθηκε στο Κιάτο της Κορινθίας και σπούδασε στην Ακαδημία Καλών τεχνών της Ρώμης το διάστημα 1957-1960. Έζησε για δύο χρόνια στην Κοπεγχάγη (1960-1962) και ακολούθως στο Παρίσι (1962-1964). Έκτοτε, έζησε στην Αθήνα. Ενταγμένος στο πλαίσιο της μεταπολεμικής διεθνούς εικαστικής σκηνής, ο Σκυλάκος άντλησε αναφορές από τη δράση των Γάλλων Nouveaux Realistes (Νέων Ρεαλιστών) παίζοντας στα έργα του με την καταναλωτικότητα, τα σκουπίδια, την ταχύτατη βιομηχανοποίηση. Χρησιμοποίησε στα έργα του απορρίμματα, υλικά οικοδομής, παλιά έπιπλα, ότι μπορούσε να θεωρηθεί άχρηστο σε μια ελληνική κοινωνία που κινούνταν ταχύτατα από το μεσοπολεμικό φτωχικό μοντέλο στις μεταπολεμικές δεκαετίες του 1970 και του 1980, σε μια εποχή ευμάρειας. Το 1984, στην ατομική του έκθεση στη γκαλερί Δεσμός εξέθεσε χρησιμοποιημένα τεντόπανα, πάνω στα οποία είχε επέμβει ζωγραφικά δημιουργώντας μια ιδιότυπη εγκατάσταση. Το τρίπτυχο στη συλλογή του Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης φιλοτεχνήθηκε εκείνη την περίοδο (το 1985) και ο καλλιτέχνης εκμεταλλεύεται ακόμη μία φορά παλιά υφάσματα στα οποία δίνει νέα χρήση. Κόκκινα, πράσινα και λευκά πανιά κόβονται σε λωρίδες ή παραλληλόγραμμα και συναρμολογούνται εκ νέου σε αφηρημένες συνθέσεις που παραπέμπουν σε πίνακες του Mark Rothko και του Barnett Newman, συνιστώντας ένα χιουμοριστικό σχόλιο πάνω στην τέχνη του αφηρημένου εξπρεσιονισμού υπό την οπτική του Nouveau Realisme. Ζητούμενο είναι αφενός μια νέα εικαστική φόρμα με τη δική της ομορφιά και αφετέρου η κριτική ματιά πάνω στον καταναλωτισμό της σύγχρονης κοινωνίας.
(EL)