Το 1993 ο Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης Στήβεν Αντωνάκος (1926-2013) πραγματοποίησε την εικαστική εγκατάσταση με τίτλο «Το παρεκκλήσι των Αγίων» στο εσωτερικό του Προμαχώνα του Αγίου Γεωργίου. Ο ίδιος δήλωνε σχετικά: «Δουλεύοντας στο απομονωμένο φρούριο της Ρόδου ήταν μια μεγαλειώδης εμπειρία. Όσο εργαζόμουν μέσα του, τόσο γινόμουν μέρος του. σκεφτόμουν μόνο πως αυτή η αίθουσα θα μπορούσε να ζωντανέψει οπτικά και συγκινησιακά, πως αυτό το φρούριο θα γινόταν ένα μνημείο για αγίους και μάρτυρες. Καθώς η εργασία μου προχωρούσε μέρα με τη μέρα και αργά, καθώς ο μαρμάρινος και ο σιδερένιος σταυρός έμπαιναν στη θέση τους και οι πίνακες με τις μαλακές ανταύγειες έπαιρναν τη θέση τους σε αυτούς τους σκληρούς και χωρίς γωνίες τοίχους, ο χώρος που παλιότερα χρησιμοποιήθηκε ως πολεμικό οχυρό στον 14ο αιώνα και που μαρτυρεί τον σκοτωμό ανθρώπων, δεν υπήρχε πια. Ένα νέο συναίσθημα και πνεύμα με γέμιζε. Κάθε πρωί που έμπαινα, άναβα τα καντήλια κι έκανα τον σταυρό μου». Χάρη στην παρέμβαση του Αντωνάκου, ενός καταξιωμένου διεθνώς καλλιτέχνη και πρωτοπόρου στο πεδίο της σύγχρονης γλυπτικής που εργάστηκε χρησιμοποιώντας κυρίως τον φωτισμό του νέον, ο Προμαχώνας μετατράπηκε σε ένα υποβλητικό παρεκκλήσιο. Ο μαρμάρινος σταυρός, που πατάει σε μια επίσης σταυρόσχημη βάση έχοντας συνολικό ύψος κάτι παραπάνω από δύο μέτρα, με την απλή, αφηρημένη του φόρμα και τον συνδυασμό του επεξεργασμένου και του αδρού μαρμάρου αποτελεί ένα αφηρημένο, κατ’ ουσίαν, γλυπτό. Περιστοιχισμένος δε, από τον κύκλο των μικρών καντηλιών που τοποθετούνται περιμετρικά του, στο δάπεδο, ήταν το επίκεντρο του «Παρεκκλησίου των Αγίων». Και συνδέει ξεκάθαρα, ακόμα και στην αυτόνομη διάστασή του έξω από το πλαίσιο της εγκατάστασης, την πνευματικότητα του φωτός με την ελληνορθόδοξη καταγωγή του Στήβεν Αντωνάκου, αναδεικνύοντας την τελευταία σε διαρκές και επίμονο στοιχείο της ταυτότητάς του.
(EL)