Ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος (1903-2004) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα και ιδίως της μεταπολεμικής περιόδου, ενώ το έργο του εκτείνεται από τη δεκαετία του 1920 έως και τον θάνατό του το 2004. Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1924-1930) με δάσκαλο τον Θωμά Θωμόπουλο. Εξέθεσε πρώτη φορά έργα του το 1927 σε μία έκθεση του Ασύλου Τέχνης του Νίκου Βέλμου. Τα επόμενα χρόνια έλαβε μέρος στις εκθέσεις της Ομάδας Τέχνης 1930 και το 1937 ταξίδεψε πρώτη φορά στο Παρίσι, μαζί με τη σύζυγό του, Ελένη Πασχαλίδου-Ζογγολοπούλου. Εκείνη την περίοδο, το γλυπτικό έργο του Ζογγολόπουλου κινούνταν μέσα στο ευρύτερο, συντηρητικό πλαίσιο της νεοελληνικής γλυπτικής, που έδινε έμφαση στην ανθρώπινη μορφή (ιδίως το γυμνό) και την προτομή. Κάτω από την επίδραση του Θωμόπουλου αλλά και μέσα στο κλίμα της εποχής, ο νεαρός γλύπτης καθορίστηκε από το παράδειγμα του Γάλλου Ωγκίστ Ροντέν. Το Κεφάλι νέας, που δεν αποκλείεται να είχε εκτεθεί με τον τίτλο Κεφαλή κόρης στην Α΄ Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση, στο Ζάππειο Μέγαρο, την άνοιξη του 1938, εγγράφεται ακριβώς μέσα στο πνεύμα της ροντενικής γλυπτικής και της διδασκαλίας του Θωμόπουλου: στο γλυπτό κυριαρχεί η αίσθηση της ρευστότητας και της κίνησης. Η νέα αποδίδεται μεν ρεαλιστικά, αλλά ζητούμενο δεν είναι η ακρίβεια της μορφής όσο το παιχνίδι των όγκων με το φως, η εναλλαγή των μαλακών επιπέδων ανακαλώντας την «ιμπρεσιονιστική γλυπτική» του Ροντέν. Αυτή η ελευθερία εντοπίζεται πρωτίστως στην απόδοση της κόμης της, που πλάθεται εντελώς σχηματικά. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, ωστόσο, του έργου είναι το γοητευτικό πρόσωπο της κοπέλας, που στέκει πάνω σε έναν εξίσου χαριτωμένο λαιμό. Οι λεπτές αναλογίες, τα τονισμένα χείλη, τα μεγάλα μάτια και ιδίως η ελαφρά κλίση του κεφαλιού προς τα πάνω δίνουν στο γλυπτό μια γοητεία που ανακαλεί ακριβώς τη γαλλική γλυπτική των αρχών του 20ού αιώνα.
(EL)