Το καλοκαίρι του 1944 ο Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1986) κινούνταν στα βουνά της Ευρυτανίας και της ορεινής Καρδίτσας, στην περιοχή της Αργιθέας. Είχε ανέβει στο βουνό τους πρώτους μήνες του χρόνου και θα έμενε μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, τον Οκτώβριο. Ως μέλος του καλλιτεχνικού και κινηματογραφικού τμήματος του ΕΛΑΣ, ο ζωγράφος φιλοτέχνησε τοπία της Ευρυτανίας και σκηνές από την καθημερινότητα των ανταρτών. Ενδιαφέρθηκε, όμως, ιδιαίτερα για τους ντόπιους κατοίκους των βουνών, αγρότες και κτηνοτρόφους, τους οποίους αποτύπωσε επίσης στα σχέδιά του. Στη συγκεκριμένη παράσταση, που σύμφωνα με την επιγραφή έγινε στις 17 Ιουλίου 1944, εικονίζεται μια Τσοπάνισσα. Η γυναίκα, ώριμης ηλικίας, φοράει τη χαρακτηριστική ενδυμασία της γυναίκας της υπαίθρου: φουστάνι που κλείνει με γιακά ψηλά στον λαιμό και μαντήλι που καλύπτει τα δεμένα πίσω μαλλιά. Έχει αυστηρή έκφραση και αποστρέφει το βλέμμα από τον θεατή, στοιχεία που υποδηλώνουν την επιθυμία της για αποστασιοποίηση θυμίζοντας τη δυσφορία των λαϊκών ανθρώπων απέναντι στον φωτογραφικό φακό ή τον ζωγράφο. Εν προκειμένω, ο Σεμερτζίδης δεν ενδιαφέρεται για τη μελέτη και την ανάδειξη της συναισθηματικής κατάστασης της τσοπάνισσας. Η ρεαλιστική προσέγγισή του εκκινεί περισσότερο από την ανάγκη για την καταγραφή ενός ανθρώπινου τύπου (της ορεσίβιας), παρά της συγκεκριμένης γυναίκας. Ο τύπος, αποδομένος με ακρίβεια όσον αφορά το πρόσωπο αλλά με γρήγορες πινελιές και γενικευτική διάθεση στα ρούχα και το αφηρημένο πράσινο-κόκκινο βάθος, θα χρησιμοποιηθεί αργότερα στο εργαστήριο, για την εκτέλεση πιο σύνθετων και ολοκληρωμένων έργων.
(EL)