Στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής διδασκαλίας των εικαστικών τεχνών, δηλαδή της συστηματικής εκπαίδευσης κάποιου νέου/κάποιας νέας που επιθυμεί να γίνει ζωγράφος, γλύπτης ή χαράκτης, η μελέτη του γυμνού σώματος αποτελούσε πρωταρχικό μέσο εκπαίδευσης. Οι σπουδαστές ζωγράφιζαν συστηματικά γυμνά μοντέλα σε διάφορες στάσεις, προκειμένου να κατακτήσουν τη μυολογία και την κινησιολογία του ανθρώπινου σώματος και να μπορέσουν, κατόπιν, να δημιουργήσουν τις δικές τους πρωτότυπες συνθέσεις. Για αυτό το λόγο τα σχέδια αυτά, κομβικά στη διαμόρφωση των σπουδαστών, ονομάζονταν «ακαδημίες». Στη συγκεκριμένη «ακαδημία» του Εμμανουήλ Ζέπου (1905-1995) εικονίζεται ένας καθιστός άντρας, που σκύβει ελαφρά προς τα εμπρός. Το σώμα του πλάθεται με ρέουσες καμπύλες γραμμές, που ορίζουν με σαφή τρόπο τα όριά του μέσα στον αφηρημένο χώρο, ενώ οι φωτοσκιάσεις δίνονται με απαλές διαβαθμίσεις της σκιάς. Το σύνολο παραπέμπει στη διδασκαλία του Νίκου Λύτρα και του Γεωργίου Ιακωβίδη, και κατ’ επέκταση στις γερμανικές επιδράσεις της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου» που καθόρισε τη νεοελληνική τέχνη σε σημαντικό βαθμό από τ μέσα του 19ου αιώνα έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού. Ο Ζέπος, ζωγράφος και χαράκτης με σημαντικό έργο ιδίως κατά τον Μεσοπόλεμο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών τεχνών με τους Νικόλαο Λύτρα, Σπύρο Βικάτο και Γεώργιο Ιακωβίδη (απόφοιτος του 1926). Αργότερα έγινε ένας από τους πρώτους μαθητές του Κωνσταντίνου Παρθένη και επηρεάστηκε έντονα από τις αντιλήψεις του δασκάλου του.
(EL)