Η εργασία, ο μόχθος του βιομηχανικού εργάτη του αγρότη, του ψαρά, του οικοδόμου αποτέλεσε ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα των Ελλήνων καλλιτεχνών κατά τον Μεσοπόλεμο και της πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Το ενδιαφέρον αυτό δεν ήταν, βέβαια, άσχετο με τη διάδοση των σοσιαλιστικών και κομουνιστικών ιδεών στην ελληνική κοινωνία της περιόδου ούτε με το αίτημα για έναν δικαιότερο κόσμο, που έφερνε στην επιφάνεια τις απρόσωπες λαϊκές μάζες. Ο Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983), που γεννήθηκε στο Κρασνοντάρ του Καυκάσου και ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1922, εντάχθηκε στην Αριστερά στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ή, πιθανότερα, στα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Μεταπολεμικά, φιλοτέχνησε αρκετά τέτοια θέματα. Οι χτίστες ή οικοδόμοι, που εικονίζονται στη συγκεκριμένη σύνθεση να φτιάχνουν λάσπη και να γεμίζουν τους τενεκέδες για το χτίσιμο μιας οικοδομής ήταν σύνηθες θέαμα της μεταπολεμικής περιόδου, αρχικά στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης της κατεστραμμένης από τον Πόλεμο χώρας και στη συνέχεια μέσα στην άνθηση της αντιπαροχής που ήρθε να καλύψει το έντονο ρεύμα αστυφιλίας. Οι μορφές αποδίδονται με τον αδρό, ρεαλιστικό ύφος του καλλιτέχνη που ρέπει προς τον εξπρεσιονισμό. Με ήπια σχηματοποίηση, με έμφαση στα σκληρά περιγράμματα και με διάθεση μνημειοποίησης του εργάτη (οι δύο μορφές καταλαμβάνουν το σύνολο σχεδόν της ζωγραφικής επιφάνειας αποκτώντας ηρωικές διαστάσεις) ο ζωγράφος δίνει μια απλή αλλά εντυπωσιακή εικόνα-ύμνο της εργασίας, χωρίς εξιδανικεύσεις, λυρισμό ή ωραιοποίηση. Το έργο έχει φιλοτεχνηθεί με την πρωτότυπη μεικτή τεχνική του Σεμερτζίδη, την οποία συνέλαβε και τελειοποίησε κατά την περίοδο της Ρόδου (1964-1978) και αποτελεί έναν συνδυασμό εκτύπωσης και ζωγραφικής.
(EL)