Η σχηματική, μνημειακή εικαστική γραφή του Βάλια Σεμερτζίδη (1911-1983), που διακρίνεται από το απλό, γεωμετρικό σχέδιο, τους γεωμετρικούς όγκους και τα πλακάτα, δυνατά χρώματα, έλαβε την οριστική μορφή της μέσα στο τοπίο της Ρόδου, όπου έζησε ο ζωγράφος από το 1964 έως το 1978. Στο νησί, τον ζωγράφο έθελξε πρωτίστως το τοπίο – αυτό αποτέλεσε το βασικό πεδίο πειραματισμών του. Αντίθετα, το πορτρέτο και εν γένει η ανθρώπινη μορφή έλαβαν δευτερεύοντα χαρακτήρα. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι αδιαφόρησε για τέτοιου είδους θέματα. Στη συγκεκριμένη παράσταση, μελέτη μάλλον παρά ολοκληρωμένο έργο, εικονίζει μια συνηθισμένη εικόνα της ζωής του χωριού: τη γυναικεία κοινωνικοποίηση που συντελείται στον χώρο της δημοσιάς, στην άκρη του δρόμου, δηλαδή, έξω από τα σπίτια τις μακριές ώρες του απογεύματος. Ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, την ώρα που πέφτει ο ήλιος και δροσίζει η ατμόσφαιρα, οι γυναίκες παίρνουν το σκαμνί τους και κάθονται έξω από το σπίτι για να συζητήσουν τα νέα της μέρας με τις γειτόνισσες – να κουτσομπολέψουν, να σχολιάσουν. Η εικόνα, τυπική στα μικρά χωριά τόσο των νησιών όσο και της ηπειρωτικής Ελλάδας, αποτελεί το αντίστοιχο του καφενείου, τον χώρο όπου παραδοσιακά συγκεντρώνεται ο αντρικός πληθυσμός του χωριού. Εδώ, ο Σεμερτζίδης αποτυπώνει σχηματικά, αφαιρετικά, τρεις γυναίκες που κάθονται στην άκρη του δρόμου, μπροστά από έναν πορτοκαλο-κόκκινο τοίχο. Με τα σκούρα τους ρούχα, τις ποδιές τους και τους κότσους τους, με την καμπουριασμένη στάση τους και τις σκληρές, εξπρεσιονιστικές εκφράσεις τους φανερώνουν την ηλικία τους αλλά και το πλαίσιο του περιβάλλοντός τους, σε κάποιο χωριό της Ρόδου. Ο Σεμερτζίδης γοητεύεται από τις γυναίκες, από αυτή τη στιγμή σχόλης μέσα στη σκληρή καθημερινότητά τους. Και τις αποδίδει με γλυκύτητα, χωρίς να ωραιοποιεί και χωρίς να ασκεί κριτική.
(EL)