Το 1945 ο Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983) είχε μετακομίσει με την οικογένειά του στα Τουρκοβούνια. Και ξεκίνησε να επεξεργάζεται όλα εκείνα τα θέματα που είχε συλλάβει στο βουνό σε μνημειακές συνθέσεις. Ωστόσο, το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα άλλαξε ραγδαία και ο ίδιος βρέθηκε να διαχειρίζεται μια σειρά από μεγάλους σε μέγεθος πίνακες μέσα στο νέο περιβάλλον. «Με ανάγκασαν να δουλεύω τα θέματά μου κρυφά, κατά κάποιο τρόπο. Δηλαδή, δούλευα το έργο και στις ίδιες διαστάσεις έκανα αγιογραφίες κι έτσι ένα διάστημα το εργαστήριό μου ήταν σαν εκκλησία. Μόλις έμπαινες, όταν ήταν να δεχτώ, όταν ήταν να βγω, όλα ήταν σκεπασμένα με αγίους, με διάφορους αγίους, κι από κάτω ήταν οι άλλοι, με άλλο περιεχόμενοι άγιοι. Κι αυτό με ανάγκασε να στραφώ στη χαρακτική, για να κρύψω τέτοιες δυσκολίες», αφηγούνταν στον Χρίστο Αλεξίου. Ο ζωγράφος δεν είχε παιδεία στη χαρακτική. Εκείνη την περίοδο σκάλισε μερικές πλάκες σε ξύλο, περισσότερα τυπώματα σε λινόλεουμ και κυρίως έκανε οξυγραφίες πάνω σε πλάκες τσίγκου και ορισμένες μονοτυπίες. Η συγκεκριμένη μονοτυπία (σύνθεση που ζωγραφίζεται με τυπογραφικό μελάνι πάνω σε γυάλινη πλάκα και δίνει ένα, μοναδικό αντίτυπο) απεικονίζει δύο τσοπάνηδες, όρθιους, να κρατούν τις γκλίτσες τους, ενώ στην πλάτη τους έχουν ριγμένες κάπες. Πίσω τους, σαν φόντο αλλά και σαν οργανικό τοπίο, υψώνονται τα Άγραφα. Οι δυο μορφές είναι μελέτη για τη μεγαλύτερη σύνθεση με τίτλο Η φλογέρα, θέμα που απασχόλησε έντονα τον Σεμερτζίδη εκείνα τα χρόνια και εμπνεόταν από τη ζωή των βοσκών στα βουνά – θα στέκονταν πίσω από τον νέο μουσικό. Η τεχνική οδήγησε τον Σεμερτζίδη να εργαστεί γρήγορα και χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στη λεπτομέρεια, αντλώντας στοιχεία από τον εξπρεσιονισμό: οι μορφές είναι αποδομένες με άγρια χαρακτηριστικά και αρκετές παραμορφώσεις. Το ίδιο ισχύει και για το τοπίο που πλάθεται με γρήγορες, λεπτές χαράξεις και παχιές πινελιές του μελανιού.
(EL)