Ο Τάσσος (Αλεβίζος, 1914-1985) που είχε γεννηθεί στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα, και σπούδασε χαρακτική στη σχολή Καλών Τεχνών (1930-1939) με δάσκαλο τον Γιάννη Κεφαλληνό. Ανέπτυξε ιδιαίτερη δραστηριότητα από τα χρόνια των σπουδών του και ξεκίνησε να συνεργάζεται με επιφανή περιοδικά όπως η Νέα Εστία ήδη πριν από τον Πόλεμο φιλοτεχνώντας κυρίως προσωπογραφίες λογοτεχνών. Την ίδια περίοδο, τη δεκαετία του 1930, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ήταν μια μορφή που κυριαρχούσε στην εικαστική και καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Κατείχε τη θέση του διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης και ήταν κριτικός τέχνης στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα. Επίσης, ως ερασιτέχνης ζωγράφος και ο ίδιος, διατηρούσε πάντοτε καλές σχέσεις με νέους ζωγράφους, όπως ο Βάλιας Σεμερτζίδης. Πέθανε αιφνίδια τον Φεβρουάριο του 1940 σε ηλικία 63 ετών. Η προσωπογραφία του Παπαντωνίου από τον Τάσσο πρέπει να φιλοτεχνήθηκε λίγο πριν τον θάνατο του λογοτέχνη και κριτικού. Εικονίζεται σε όψη τριών τετάρτων (δηλαδή στρέφει το κεφάλι του ελαφρώς προς τη μία πλευρά) και η δεξιά πλευρά του προσώπου του, όπως κοιτάζει ο θεατής την εικόνα, είναι βυθισμένη στο σκοτάδι. Αντίθετα, η αριστερή δεν εικονίζεται ολόκληρη αλλά μέχρι το μάτι. Ο Τάσσος αποδίδει το κεφάλι με έμφαση στην ακρίβεια, συλλαμβάνοντας τις ρυτίδες γύρω από το πρόσωπο, στο κούτελο, γύρω από τα μάτια αλλά και στον λαιμό. Χρησιμοποιεί όμως χοντρές χαράξεις και βασίζει το σχέδιο στην αντίθεση φωτός-σκιάς. Το αποτέλεσμα, με την ημιτελή του όψη (αφού το πρόσωπο αποδίδεται μισό) κερδίζει τον θεατή με τη χάρη της γραμμής και το παιχνίδι εναλλαγής του μαύρου και του άσπρου. Το συγκεκριμένο τύπωμα είχε δωρίσει ο χαράκτης στον συνάδελφό του Εμμανουήλ Ζέπο, με αφιέρωση, το 1940, λίγο αφότου είχε πεθάνει ο Παπαντωνίου.
(EL)