Ο Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983) πραγματεύεται εδώ ένα θέμα αρκετά δημοφιλές στην ελληνική τέχνη του 20ού αιώνα, το μάζεμα της ελιάς. Μάλιστα, η Λιομαζώχτρα του θα μπορούσε να συνδεθεί και με την ξυλογραφία Ο καρπός, του Τάσσου (επίσης στη συλλογή του μουσείου). Ο Σεμερτζίδης εικονίζει εδώ μία γυναίκα που σκυφτή μαζεύει τις πεσμένες στο έδαφος μαύρες ελιές. Η χούφτα του αριστερού της χεριού είναι γεμάτη, εκείνη όμως συνεχίζει να πιάνει με το δεξί τον πεσμένο καρπό. Ιδωμένη από μπροστά, καθώς σκύβει, η γυναίκα μένει κρυμμένη. Δεν ξέρουμε αν είναι νέα ή γριά, ξέρουμε μόνο ότι είναι αγρότισσα, καθώς φορά μακριά φούστα και μαντήλι στα μαλλιά. Δουλεμένη με αδρές γραμμές και με πλακάτα, θερμά χρώματα, η γυναίκα αποκτά μια μνημειακή διάσταση – περιορίζεται μέσα στο στενόμακρο πλαίσιο που την εγγράφει ο ζωγράφος, αν σηκωθεί θα είναι μία γίγαντας, μια μάνα-γη. Το άμεσο εικονογραφικό παράδειγμα του Σεμερτζίδη θα μπορούσε να είναι ο πίνακας Οι σταχομαζώχτρες του Γάλλου ρεαλιστή ζωγράφου Φρανσουά Μιλλέ. Το θέμα βγαίνει, όμως, και μέσα από την ελληνική ποίηση. «Με τη σκάλα στον ώμο, ανάμεσα στις ελιές, επέρασε το φάντασμά της. Ήταν η μάνα μου, τη γνώρισα απ’ το τσεμπέρι της που σάλευε λυμένο, από τα χέρια κι από τη δέσμη του φωτός που απόπνεε το χαμόγελό της. […] Κάθε τέτοια εποχή, απλώνει τα λιοπάνια της, και τα ξαναμαζεύει. Έρχεται και βοηθάει τη γη», έγραφε ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο ποίημα του «Η Λιομαζώχτρα».
(EL)