Το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού με τίτλο Αττικόν γράφτηκε το 1942 και τελείωνε με αυτούς τους στίχους: «Μα εμείς, οπού το θάνατο νικήσαμε αδερφέ, / τόσες φορές, και που διαλύσαμε τα σκότη / τέτοιων καιρών, τραβάμε τώρα για το αμέριστο, / κι ολοένα, λέω, γινόμαστε πιο νιοι κι από τη νιότη! / Κι αυτό που δεν το βλέπουμε εμείς / ακόμα, ίσως και τ’ άτια μας να το μαντεύουν / μπορεί, που, να, αρχινάν μεσοδρομίς / το χαλινάρι να μασάν και να χορεύουν / ανάλαφρα, σα να γυρεύουν ξαφνικά / ν’ αλλάξουνε το πάτημα και, στην παλιάν ετούτη ρούγα, / –το χαλινάρι κράταγε, αδερφέ, κι ομπρός!–, / τον καλπασμό τους να τον κάμουνε φτερούγα… / Όχι, δεν είναι χίμαιρα / να καβαλάμε τ’ όνειρο τη θείαν ετούτη μέρα / που όλα, ορατά κι αόρατα, κ’ εμείς και οι ήρωες, κ’ οι θεοί, / στην ίδια ορμάμε μέσα αιώνια σφαίρα!» Αυτό το ποίημα επέλεξε να εικονογραφήσει ο Σπύρος Βασιλείου (1903-1985) αποδίδοντας οπτικά την εικόνα των δύο νέων που καλπάζουν προς τα εμπρός, πάνω στα περήφανα άλογά τους, προς το συμβολικό όνειρο, προς το χίμαιρα ενός καλύτερου μέλλοντος. Μέσα στα ζοφερά χρόνια της Κατοχής, ο ποιητής μιλούσε συμβολικά για την Αντίσταση. Δίπλα του, ο ζωγράφος που έγινε χαράκτης, εκείνος που φιλοτέχνησε ξυλογραφίες μόνο κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, έδινε τον δικό του αγώνα. «Άλλοι κρυφά, άλλοι φανερά, οι Έλληνες καλλιτέχνες συμπονέσανε με το κοντύλι, ιστορήσανε τα πάθη του Λαού, βοηθήσανε με το καλέμι του χαράκτη, που έγινε στα χέρια τους όπλο κοφτερό, στον αγώνα του» σημείωνε ο Βασιλείου αμέσως μετά την Απελευθέρωση.
(EL)