Ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) εικονίζει στη συγκεκριμένη παράσταση έναν νεαρό παίκτη του μπάσκετ, που ποζάρει καθιστός σε μία καρέκλα. Ο ζωγράφος, που σπούδασε στην ΑΣΚΤ (1928-1934) με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη και παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου (1930-1934) ήταν εξοικειωμένος με τη γαλλική ζωγραφική αλλά και με το κίνημα της επιστροφής στην παράδοση. Όταν πήγε στο Παρίσι το 1935, ήρθε σε γόνιμη επαφή με τη σύγχρονή του γαλλική ζωγραφική και επηρεάστηκε έντονα από το παράδειγμα του Ανρί Ματίς. Οι καρποί της παρισινής εμπειρίας φάνηκαν με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1936, καθώς ο νεαρός καλλιτέχνης άρχιζε να διαμορφώνει και το προσωπικό του ύφος με έμφαση στην εικόνα του νέου γυμνού ή ντυμένου άντρα, ο οποίος αποδιδόταν μέσα σε ένα αστικό περιβάλλον σε ρεαλιστικές πόζες ή ενίοτε σε αλληγορικές σκηνές. Ο νεαρός μπασκετμπολίστας φορά λευκό φανελάκι και κόκκινο σορτς. Ακουμπά τα χέρια στους μηρούς και στηρίζει το αριστερό του πόδι σε μια καρέκλα. Κάθεται μέσα σε έναν απροσδιόριστο χώρο, όμως πίσω του διακρίνεται η κόκκινη αυλαία μιας μικρής θεατρικής σκηνής και τμήματα σκηνικών – πιθανώς ο Τσαρούχης ζωγράφισε τη σκηνή στο διάλειμμα κάποιας σκηνογραφικής εργασίας του. Το αποτέλεσμα είναι πως η σύνθεση αποκτά έναν παράδοξο αλλά εμφανή θεατρικό χαρακτήρα, που δίνει και στη μορφή του αθλητή μια «ψεύτικη» διάσταση. Το έργο φιλοτεχνήθηκε το 1949, σε μια περίοδο που ο Τσαρούχης εργαζόταν κατά κύριο λόγο ως σκηνογράφος, προκειμένου να βιοποριστεί χωρίς αυτό να αναιρεί τη μεγάλη του αγάπη για το θέατρο. Ήταν η εποχή που είχε αποκρυσταλλωθεί το ύφος του σε συνθέσεις ρεαλιστικές σαν θεματική, αλλά αποδομένες με τρόπο λιτό και σχηματικό. Με γρήγορο σχέδιο, νευρική πινελιά αλλά και σίγουρα περιγράμματα, ο ζωγράφος εστιάζει πρωτίστως στην ανθρώπινη μορφή, δίνοντας με αδρό τρόπο τον περιβάλλοντα χώρο. Το χρώμα, παρ’ ότι δουλεύεται με σχετική ελευθερία, περιγράφει ρεαλιστικά τον άνθρωπο και τα αντικείμενα και ταυτόχρονα διατηρεί μια αυστηρότητα που παραπέμπει στη βυζαντινή ζωγραφική.
(EL)