«Η ευφρόσυνη ατμόσφαιρα της ‘Απελευθέρωσης της Αθήνας’ με την πάνδημη συμμετοχή του λαού να πανηγυρίζει ενωμένος, τις σημαίες και τα πανό με τα συνθήματα (Θάνατος στο φασισμό, Λαοκρατία) να υψώνονται, αντιπαρατίθεται στη νεκρική ‘Πομπή του λαού της Αθήνας που κηδεύει τους 26 δολοφονημένους Εαμίτες στις 4του Δεκέμβρη του 1944’», γράφει ο Ιστορικός της Τέχνης Γιάννης Μπόλης, ένας από τους βασικούς μελετητές του έργου του Τάσσου (Αλεβίζου, 1914-1985). Στην εικόνα, μία από τις γνωστότερες συνθέσεις του χαράκτη και ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της δεκαετίας του 1940, εικονίζεται η κηδεία των δολοφονημένων Εαμιτών, γεγονότα που πυροδότησαν τα Δεκεμβριανά και την πρώτη αιματηρή φάση του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Το σύστημα στην κορυφή της πορείας είναι ενδεικτικό της πορείας που έμελλε να πάρουν τα πράγματα: «Όταν ο Λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα. ΕΑΜ». Το πλήθος διασχίζει τη σημερινή λεωφόρο Αμαλίας, μπροστά από τους στύλους του Ολυμπίου Διός, και ο Τάσσος αποδίδει τη σύνθεση με ύφος που παραπέμπει ευθέως στη βυζαντινή τέχνη και υιοθετώντας μια σειρά από συμβάσεις της: άρνηση της τρισδιάστατης προοπτικής, ισοκεφαλία των εικονιζόμενων μορφών, απαλοιφή προσωπογραφικών χαρακτηριστικών. Η εικόνα δεν είναι ρεαλιστική, διακρίνεται όμως από τη ρυθμική της ανάπτυξη, τη σαφήνεια του μηνύματος, την οικεία εικαστική γλώσσα που δεν αντλεί πρότυπα από τη δυτική τέχνη αλλά από τις παραδοσιακές εκφραστικές φόρμες του λαού, πηγαίνοντας πίσω στην Τουρκοκρατία. Ο Τάσσος, που είχε γεννηθεί στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα, σπούδασε χαρακτική με δάσκαλο τον Γιάννη Κεφαλληνό στην ΑΣΚΤ. Ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια στρατεύτηκε στην Αριστερά και την Κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, τυπώνοντας παράνομα χαρακτικά και εικονογραφώντας λευκώματα με αντιστασιακό περιεχόμενο.
(EL)