Φθινόπωρο 90, Ηράκλειο Κρήτης. Παράσταση στο
Καφεθέατρο. Με πλησιάζει ένας αγριωπός
μαυροντυμένος- συνομήλικοι ήμαστε αλλά ένιωθα ότι
μου ρίχνει μια δεκαετία- και μου λεει: "Καλά
τραγουδείς. Έχουμε μια παρέα και παίζουμε κάτι
δικά μας παραδοσιακά. Έρχεσαι και συ;"
Μου άρεσε το "κάτι δικά μας παραδοσιακά", το βρήκα
γοητευτικά οξύμωρο.
Έτσι ξεκίνησαν όλα. Οι πρώτοι Χαίνηδες. Ο Μήτσος,
ο Ταρραίος, ο Τατάκης, ο Λαοδίκης, νότες
ποτισμένες στη ρακή και κάτι πιτσιρικάδες να
νοσταλγούν ένα καπηλειό που δεν γνώρισαν.
Μου φαίνεται αδιανόητο ότι πέρασαν δεκαπέντε
χρόνια από τότε.
Και δέκα από τη λίμνη που ‘θελε να ‘ναι θάλασσα.
Μια ζωή στο γκάζι. Κυριολεκτώ.
Για μια στιγμή- απόψε- φρένο.
Να ρίξεις μια ματιά πίσω, να δεις τι πέρασε. Και τι
μένει.
Πρόσωπα που στάθηκαν τόσο κοντά και τώρα
ταξιδεύουμε σε μακρινές παράλληλους.
Ο Μάνος Ξυδούς. Η Άννα Σβύνου. Ο Αρμένης κι η
Βαγγελιώ.
Κι άλλοι που είναι ακόμα εδώ. Ευτυχώς.
Ο Μουζάκης. Η Καναβάκη. Ο Οδυσσέας κι ο Αλέκος. Ο Ζαχάρης κι ο Παυλάκος.
Οι ολοζώντανες καλησπέρες μου.
Αλλά και ο Βασίλης κι ο Γερμανός- από μικρός ήθελα να τους μοιάζω.
Ο Μητροπάνος κι η Βιτάλη- σωπαίνω και υποκλίνομαι.
Η Ελενίτσα μου. Η Κυρία Μαργαρίτα Ζορμπαλά. Ο Γιάννης κι η Δανάη. Ο Στέργιος.
Ψάχνω λέξεις, αλλά καμιά φορά υπάρχουν έτοιμες. Το’ χει πει ο Θηβαίος και είμαι πρόθυμος να
το υιοθετήσω: στων φίλων μου τις ανάσες ακουμπώ...
Η μόνη μου πατρίδα είναι ο χρόνος, οι φίλοι, και τα μάτια σου.