Στην Αθήνα των προχριστιανικών χρόνων ζει ο βασιλιάς Ηρακλής με τη γυναίκα του Άρτεμη
και την όμορφη κόρη τους Αρετούσα, με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος ο γιος του
συμβούλου του βασιλιά, ο Ρωτόκριτος που κάνει τις νύχτες καντάδες κάτω από το παράθυρό της.
Η Αρετούσα συμπαθεί τον άγνωστο.
Ο Ρωτόκριτος ξενιτεύεται στον Έγριπο για να ξεχάσει.
Όταν επιστρέφει στην Αθήνα και προφασίζεται τον άρρωστο, η Αρετούσα, που στο μεταξύ έχει
καταλάβει ποιος είναι, του στέλνει ένα ξαρρωστικό και ο νέος καταλαβαίνει ότι το πάθος του
βρίσκει ανταπόκριση και αρχίζει να συχνάζει ξανά στο παλάτι.
Ο Ρήγας, για να διασκεδάσει την κόρη του που τη βλέπει μελαγχολική, οργανώνει ένα
κονταροχτύπημα στο οποίο παίρνουν μέρος αφέντες από διάφορους τόπους. Τελικός νικητής
είναι ο Ρωτόκριτος, που παρακινημένος από τη νέα πείθει τον πατέρα του να τη ζητήσει από το
βασιλιά σε γάμο. Ο Ηρακλής θυμώνει και εξορίζει το νέο μακριά από την Αθήνα. Πριν ακόμη
φύγει, η Αρετούσα τον αρραβωνιάζεται δίνοντάς του το δαχτυλίδι της.
Ο Ηρακλής επισπεύδει το γάμο της Αρετούσας με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου που ζήτησε το
χέρι της. Εκείνη αρνείται και τελικά φυλακίζεται μαζί με την παραμάνα της. Τρία χρόνια αργότερα,
οι Βλάχοι με το βασιλιά τους εισβάλλουν στη χώρα και πολιορκούν την Αθήνα. Παρουσιάζεται
τότε ο Ρωτόκριτος, αγνώριστος, γιατί έχει μαυρίσει το πρόσωπό του με ένα μαγικό υγρό και σώζει
το στρατό και την ίδια τη ζωή του βασιλιά της Αθήνας.
Σαν ανταμοιβή ζητάει σε γάμο τη βασιλοπούλα και χωρίς να αποκαλύψει την αληθινή του
ταυτότητα την επισκέπτεται στη φυλακή, και την πληροφορεί για το θάνατο του Ρωτόκριτου.
Όταν αυτή αρχίζει να θρηνεί, εκείνος με τη βοήθεια του μαγικού υγρού, παίρνει πάλι την όψη του
Ρωτόκριτου.
Τελικά, το ζευγάρι στεφανώνεται μέσα σε γενική χαρά και ο Ρωτόκριτος ανεβαίνει
στο θρόνο της Αθήνας.