Χιλιάδες σελίδες, σε πεζό και έμμετρο λόγο, αποτύπωσαν με πόνο, νοσταλγία και σεβασμό τον πολιτισμό, τις καθημερινές συνήθειες, τις παραδόσεις και την αρχοντιά του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Ο συλλογικός θρήνος μεταμορφώθηκε σε θρύλους, αφηγήσεις, τραγούδια και λογοτεχνικά έργα που κρατούν ζωντανή τη συλλογική μνήμη.
Οι λογοτέχνες που προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη μετατράπηκαν σε θεματοφύλακες της συλλογικής μνήμης της«χαμένης πατρίδας» και, ταυτόχρονα, αυτόπτες μάρτυρες του τραύματος της προσφυγιάς, του ξεριζωμού και της επανένταξης.
Η έκθεση αυτή συγκεντρώνει τα ονόματα της γενιάς των Μικρασιατών που διέσωσαν με την πένα τους τα βιώματα του ξεριζωμού. Συγγραφείς, ποιητές, μεταφραστές, στιχουργοί, δημοσιογράφοι, πεζογράφοι, σεναριογράφοι- πολλοί με διττές και πολλαπλές ιδιότητες, γιατροί, δικηγόροι, επιστήμονες, αλλά και μουσικοί ή ζωγράφοι όπως ο Κόντογλου- οι άνθρωποι που απαρτίζουν την πνευματική αυτή γενιά κατέθεσαν ένα ιδιαίτερα επιδραστικό λογοτεχνικό και ποιητικό έργο.
Η λογοτεχνική παραγωγή τους μπορεί να διακριθεί σε τρεις βασικούς θεματικούς άξονες:
Η αναπαράσταση της ευτυχισμένης ζωής στη Μικρά Ασία
“Ας κάμουμε κ’ εμείς έναν τόπο γαλήνης στη γη της Αιολίδας, που να ‘ναι σαν το νησί!». Παραμερίσανε τότε τα βουνά, τραβήχτηκαν στο βάθος, κι ο τόπος που άφησαν έγινε ο τόπος της Γαλήνης. Τα βουνά κείνα της Ανατολής τα λένε Κιμιντένια.” Ηλίας Βενέζης, Αιολική γη
Σε έργα όπως η Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη, το Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη, το Αϊβαλί η Πατρίδα μου του Φώτη Κόντογλου και το Σπορά δίχως θερισμό του Παύλου Φλώρου, η Μικρά Ασία προβάλλεται ως ένας τόπος παραδείσου, νοσταλγίας και ευδαιμονίας. Η πατρίδα, μέσα από τη συγγραφική ανάκληση, μεταμορφώνεται σε «αλησμόνητη», εξιδανικευμένη εστία – μια εσωτερική πατρίδα που υπάρχει πλέον μόνο μέσα στη μνήμη. Η Σμύρνη, το Αϊβαλί, το Σαλιχλί, η Πόλη, πρωταγωνιστούν με μια αύρα μελαγχολικής ομορφιάς και πολιτισμικής ανωτερότητας.
Η εμπειρία της Καταστροφής και του ξεριζωμού
Η βίαιη διακοπή αυτής της ζωής αποτυπώνεται με τραγική ένταση σε έργα όπως Η Ιστορία ενός Αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, Το νούμερο 31328 του Βενέζη και Τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου. Εδώ, το αφηγηματικό πλαίσιο δεν είναι πλέον ειδυλλιακό. Η φρίκη των καταναγκαστικών έργων, ο τρόμος της αιχμαλωσίας, η μαζική εξόντωση και η απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μετατρέπουν τη Μικρά Ασία από γη της επαγγελίας σε τόπο οδύνης και θανάτου.
"…να ’χεις μέσα στ’ άντερά σου τον ξαφνικό ξολοθρεμό ενός ολοζώντανου κόσμου με τους φωτισμούς του, με τους ίσκιους του, με τις τελετές της χαράς και της θλίψης, με το πυκνό δίχτυ της ζωής του. Να ’χεις ακόμη μέσα στ’ αυτιά σου το τρίξιμο των αρμών του την ώρα του αφανισμού. Και τ’ άσχημα φερσίματα την ώρα εκείνη. Είναι άλλο πράγμα αυτή η μοίρα μέσα στο αίμα σου, που έσμιξε πια, όπως ήταν αναπότρεπτο, με τη μοίρα της σύγχρονης οικουμενικής φρίκης.” Γιώργος Σεφέρης, Μέρες, 1950
Η εγκατάσταση και ενσωμάτωση των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο
Μετά την Καταστροφή, το ζήτημα της ένταξης των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο αποτέλεσε μια νέα δοκιμασία, τόσο για τους ίδιους όσο και για το σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Η «διπλή ξενικότητα» – η απώλεια του οικείου και η απόρριψη από το νέο περιβάλλον – διαποτίζει και τη λογοτεχνία της περιόδου. Το βίωμα της προσφυγιάς γίνεται πεδίο στοχασμού για την έννοια του ανήκειν, αλλά και την ίδια την αφήγηση της ιστορίας, όπως δείχνουν και έργα μεταγενέστερων συγγραφέων όπως η Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου.
Ο Κ.Θ. Δημαράς είχε επισημάνει εύστοχα τη διχοτομία των «παιδιών του 1922»:
“Τα παιδιά των δεκαπέντε και των δεκαοχτώ χρονών θα μεγαλώσουν ανήσυχα, ταραγμένα, χωρίς ιδανικά, χωρίς πίστη. […] Από τις αντικρινές ακτές του Αιγαίου ήρθαν άλλα παιδιά· μέσα στην ψυχή τους ζει το νοσταλγικό δράμα της χαμένης κοιτίδας. Και μεγαλώνουν κι αυτά μέσα στους καημούς και μέσα στην ταραχή”.
Οι συγγραφείς αυτοί, όπως οι Μενέλαος Λουντέμης, Κοσμάς Πολίτης, Τάσος Αθανασιάδης, Στράτης Μυριβήλης ο οποίος μάλιστα υπηρέτησε ως λοχίας κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, και άλλοι, όχι μόνο αποτύπωσαν το τραύμα της Μικρασίας, αλλά κράτησαν ζωντανά στη δημόσια σφαίρα ερωτήματα που παραμένουν καίρια: η μισαλλοδοξία, ο εθνικός και θρησκευτικός φανατισμός, η εικόνα του «Άλλου», οι διαχρονικές ελληνοτουρκικές σχέσεις, η ένταξη και η πολιτισμική συνύπαρξη, η χρήση της ιστορίας ως εργαλείου ιδεολογίας.
Η καθοριστική επίδραση της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι προφανής και στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα. Ο πόνος για την απώλεια της πατρίδας και οι δυσκολίες της ενσωμάτωσης των προσφύγων παρέμειναν ενεργά βιώματα, που λειτούργησαν όχι μόνο ως θεματικός πυρήνας αλλά και ως πεδίο επαναδιαπραγμάτευσης της έννοιας της πατρίδας και της συλλογικής ταυτότητας.
Η μνήμη του τραύματος, ζωντανή και ανεξίτηλη, επιμένει να διαπερνά το παρόν, όπως μαρτυρεί και ο Ποιητής με προφητική μελαγχολία:
“Το λυκόφως απλώνει στον ουρανό και στη θάλασσα το χρώμα μιας ανεξάντλητης αγάπης. Και ντρέπεσαι που έχεις όρεξη να ουρλιάξεις πως είναι ένα υπέρογκο ψέμα. Γιατί το ξέρεις πως ο κύκλος δεν έκλεισε· πως οι Ερινύες που εξαπολύθηκαν σε τούτον εδώ τον περιορισμένο και απόμακρο τόπο για τους μεγάλους και τους μικρούς της γης, δεν κοιμούνται, και δε θα τις δεις, μήτε συ μήτε τα παιδιά σου, «γας υπό κεύθος».” Γιώργος Σεφέρης, Μέρες
Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε, τελικά, ένα οριακό συμβάν που ανέδειξε μια ιδιαίτερη γενιά Ελλήνων συγγραφέων, οι οποίοι κατόρθωσαν να μεταπλάσουν το προσωπικό και συλλογικό τραύμα σε λογοτεχνική μνήμη με έργα που δεν λειτουργούν μόνο ως αφηγήσεις ενός παρελθόντος, αλλά ως ζωντανές, συχνά σπαρακτικές, φωνές για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής ταυτότητας.