Η μετάβαση της Αθήνας από μια πληγωμένη πόλη μετά την Επανάσταση του 1821 σε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους σηματοδοτεί μια σημαντική φάση αναγέννησης, με επίκεντρο την αρχιτεκτονική και την πολεοδομική της συγκρότηση.
Από το 1830, με την εμπλοκή των αρχιτεκτόνων Σταμάτη Κλεάνθη και Εδουάρδου Σάουμπερτ το 1831, η πόλη εισέρχεται σε τροχιά σχεδιασμένου μετασχηματισμού. Το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο, εγκριμένο από την Αντιβασιλεία, υιοθέτησε αρχές της νεοκλασικής και ρομαντικής πολεοδομίας: γεωμετρική αυστηρότητα, λειτουργική οργάνωση, και συμβολική προσανατολισμένη σύνδεση με την Ακρόπολη, το Στάδιο και τον Πειραιά. Η νέα πόλη αναπτυσσόταν ως ισοσκελές τρίγωνο με κορυφή την Ομόνοια και βάση την Ερμού, ενσωματώνοντας εξουσία και ιστορικότητα στο ίδιο το τοπίο.
Η ανάγκη για εκτεταμένες απαλλοτριώσεις, δημόσιους χώρους και ανασκαφές συνάντησε αντιδράσεις, με αποτέλεσμα την αναθεώρηση του σχεδίου από τον Leo von Klenze το 1834. Οι τροποποιήσεις του και οι επεμβάσεις των Hansen, Σάουμπερτ και Gaertner μετέβαλαν τον άξονα της ανάπτυξης, ευνοώντας την ανατολική επέκταση της πόλης (οδός Σταδίου, Πανεπιστημίου, περιοχή Ανακτόρων).
Παρά το οραματικό σχέδιο, η υλοποίηση υπήρξε αργή. Η επέκταση πέρα από τα όρια της Παλαιάς Πόλης καθυστέρησε ως τα τέλη του αιώνα, ενώ η αστική ανάπτυξη υπαγορεύτηκε κυρίως από διοικητικές ανάγκες. Ο Πειραιάς ανέλαβε τον βιομηχανικό ρόλο, ενώ οι προβλέψεις για πληθυσμιακή αύξηση πραγματοποιήθηκαν με καθυστέρηση.
Στην ύστερη φάση του 19ου αιώνα, η αστική αρχιτεκτονική της Αθήνας αποτελεί ένα μεταβατικό τοπίο αισθητικών και κοινωνικών μετασχηματισμών, που συνοψίζονται στη μετάβαση από τον αυστηρό νεοκλασικισμό προς τον ιστορισμό και τον εκλεκτικισμό.
Η μετατόπιση αυτή, πέρα από τεχνοτροπική, αντικατοπτρίζει και την αλλαγή στον κοινωνικό ιστό: η αναδυόμενη αστική τάξη του τέλους του αιώνα διεκδικεί την κοινωνική της ανάδειξη μέσα από την αρχιτεκτονική προβολή. Οι ιδιωτικές κατοικίες και οι επαύλεις μετατρέπονται σε μέσα πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας και κοινωνικού γοήτρου.
Αρχιτέκτονες όπως ο Ernst Ziller (Ερνέστος Τσίλλερ), ο Ιωάννης Λαζαρίμος και ο Πάνος Καραθανασόπουλος εκφράζουν αυτήν τη μετάβαση με έργα που συνδυάζουν τη μορφολογική αυστηρότητα με δημιουργική ελευθερία.
Ο Αρχιτέκτονας που διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία του αστικού χώρου
Ο Τσίλλερ αναδείχθηκε σε καθοριστική μορφή αυτής της εποχής: με βαθιές επιρροές από την Κεντρική Ευρώπη και τον κλασικισμό του δασκάλου του Θεόφιλου Χάνσεν υιοθέτησε και ανέπτυξε έναν ώριμο αθηναϊκό νεοκλασικισμό στα δημόσια κτήρια, ενώ παράλληλα στις ιδιωτικές κατοικίες διεύρυνε την αισθητική προς τον ρομαντισμό και τον εκλεκτισμό.
Ο Τσίλλερ μεταμόρφωσε την Αθήνα του 19ου αιώνα από χωριό σε ευρωπαϊκή πόλη, προσδίδοντάς της την αρχιτεκτονική ταυτότητα και αισθητική που η πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους χρειαζόταν, συνδέοντάς την με το αρχαίο παρελθόν της.
Γεννημένος στη Σαξωνία από οικογένεια οικοδόμων, έφτασε στην Ελλάδα μόλις 24 ετών. Ήρθε στην Αθήνα για να επιβλέψει την ανέγερση της Ακαδημίας (σε σχέδια του Δανού εργοδότη του Θεόφιλου Χάνσεν) και σύντομα ο Τσίλλερ έγινε ανάρπαστος στη μεγαλοαστική τάξη της Αθήνας. Σχεδίασε περίπου 600 κτήρια στην Ελλάδα, τα δημόσια με ένα κλασικό ύφος ή με βυζαντινές επιρροές, ενώ τα ιδιωτικά με νεοκλασικό ύφος και στο τέλος επιπρόσθετα και εκλεκτικιστικό. Πολλά σημαντικά έργα όπως το Ιλίου Μέλαθρον, το Εθνικό Θέατρο Αθήνας, το Μέγαρο Συγγρού, το Προεδρικό Μέγαρο, το Μέγαρο Μελά, το Δημαρχείο Ερμούπολης, το Θέατρο Πατρών, όλα σχεδόν τα κτήρια της βασιλικής οικογένειας και πολλά άλλα.
Γνώρισε τιμές και έγινε καθηγητής στο Παλυτεχνείο (1872-1882) αλλά απολύθηκε το 1883 διότι αρνήθηκε να συγκαλύψει οικονομικό σκάνδαλο στην κατασκευή του Ζαππείου, ενώ μελέτησε εκτεταμένα και έγραψε για την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική.
Ο Τσίλλερ ήταν πρωτοπόρος στην τυποποίηση και στην εκβιομηχάνιση των διακοσμητικών στοιχείων της αρχιτεκτονικής. Εισήγαγε καινοτομίες στην Ελλάδα όπως ο τεχνητός εξαερισμός και η κεντρική θέρμανση. Ο πρώτος αρχιτέκτονας που χρησιμοποίησε σιδηρά υποστυλώματα στην οικοδομή, είχε μεγάλη αγάπη στις λεπτομέρειες, όπως τα περίφημα κιγκλιδώματά του με σχέδια εμπνευσμένα από τη μυθολογία. Επίσης αντικατέστησε τα παντζούρια με ρολά στα μαγαζιά της Αθήνας.
Οι προσωπικές ικανότητες του Ερνέστου Τσίλλερ, όπως η καλαισθησία, ευφυΐα, επιχειρηματική τόλμη, εργατικότητα, μεθοδικότητα και το ταλέντο που είχε στις δημόσιες σχέσεις, αλλά και η προτεσταντική οικογενειακή παράδοση της οικογένειας Τσίλλερ του χάρισαν έναν πραγματισμό και μια ροπή προς την τυποποίηση σε θέματα κτηριολογίας, μορφολογίας και κατασκευής.
Ο ίδιος βρίσκεται πίσω από τα δέκα σημαντικότερα χειμερινά θέατρα της Ελλάδας: το κομψό Δημοτικό Θέατρο Aπόλλων της Πάτρας (1871-72), το Δημοτικό Θέατρο Φώσκολος της Zακύνθου (1871-75), τα δύο εκλεκτικιστικής μορφολογίας θέατρα της Αθήνας, το κακότυχο Δημοτικό Θέατρο (1872-1888) και το Bασιλικό, σήμερα Eθνικό Θέατρο (1891-1901) καθώς και το βραχύβιο υπαίθριο Θέατρο των Ολυμπίων (1881-1887) στην Αθήνα, που διαμορφώθηκε με σχέδιά του.
Η πόλη που ο 19ος αιώνας παρέδωσε στον 20ό ήταν μία Αθήνα σχετικά συγκροτημένη, με πληθυσμό περίπου 200.000 κατοίκους, κομψές διώροφες ή τριώροφες κατοικίες με κήπους και αυλές, αρχιτεκτονικά αρθρωμένη σε ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά ακόμη εύθραυστη στις δομικές της υποδομές.
Η έκθεση φωτίζει το έργο των αρχιτεκτόνων, Ελλήνων και Γερμανών, οι οποίοι δημιούργησαν την υβριδική αισθητική ταυτότητα της αστικής Αθήνας ως ευρωπαϊκής μεν πόλης, η οποία όμως τιμά το βαθιά ριζωμένο ιστορικό και αρχιτεκτονικό παρελθόν της.
Η θεματική έκθεση περιλαμβάνει τεκμήρια από τους εξής φορείς: