Πόσο άξιζε ένα καρβέλι ψωμί; Πόσο δύσκολα αποκτούσε κανείς ένα ζευγάρι παπούτσια; Τι σήμαινε «μεροκάματο» πριν από εκατό χρόνια και ποια ήταν η πραγματική του αξία στον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση;
Η παρούσα θεματική έκθεση επιχειρεί ένα ταξίδι στον κόσμο της δραχμής και του κόπου, από την αρχή της εκβιομηχάνισης στη χώρα μας, ως τη Μεταπολίτευση- τότε που η εργασία μετρούσε με ιδρώτα και κάθε αγαθό έφερε το αποτύπωμα ενός ολόκληρου βίου. Εστιάζει στα χαμηλόμισθα στρώματα, τα οποία πληρώνονται συνήθως με την ημέρα, ενώ οι υπάλληλοι πληρώνονται με μηνιαίο μισθό.
Μέσα από ποικίλα τεκμήρια όπως χαρτονομίσματα, τιμοκαταλόγους, κείμενα από ανακοινώσεις, μισθολόγια και εφημερίδες, εργαλεία μέτρησης βάρους, προσωπικά αντικείμενα και φωτογραφίες— η έκθεση επιχειρεί να ανασυνθέσει την υλικότητα της ζωής και την οικονομία της ανάγκης, καθώς και τις έμφυλες διαστάσεις του μεροκάματου.
Η αξία των πραγμάτων: τι αγόραζες με ένα μεροκάματο;
19ος αιώνας
Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα λαμβάνουν χώρα τη δεκαετία του 1870, όταν μέσα σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκαν 100 περίπου ατμοκίνητα εργοστάσια. Από τα μέσα ήδη του αιώνα οι γυναίκες είχαν εισέλθει ήδη στην παραγωγή, με χαρακτηριστική την περίπτωση του μεταξουργείου του Λουκά Ράλλη στον Πειραιά, όπου οι εργάτριες αμείβονταν με το ήμισυ του μεροκάματου των ανδρών.
Στην απογραφή του 1870 καταγράφονται για πρώτη φορά εργάτριες. Συγκεκριμένα, σε σύνολο 556.507 ατόμων που δηλώνουν επάγγελμα, έχουμε 22.665 εργάτες και 5.735 εργάτριες από 1.437.026 άτομα συνολικό πληθυσμό.
Το 1870, το μέσο ημερομίσθιο για τους άντρες ήταν περίπου 2,5 δρχ, για τις γυναίκες 1,5 δρχ και για τα παιδιά 0,5 δρχ. Μονάδα βάρους τότε ήταν η οκά (1282 γραμμάρια) που αντικαταστάθηκε με το κιλό το 1960. Ενδεικτικά, το 1870 η τιμή του ψωμιού ήταν 55 έως 65 λεπτά ενώ η τιμή κρέατος 1,20 με 2,60 δραχμές για μοσχάρι. Ως μέτρο σύγκρισης, το κάθε χιλιόμετρο σιδηρόδρομου που κατασκευάστηκε επί Χαριλάου Τρικούπη κόστισε πάνω από 150 χιλιάδες δραχμές.
Τα τέλη του 19ου αιώνα το ημερομίσθιο κυμαινόταν από 1 έως 4 δραχμές, με τους εργάτες τους πιο χαμηλόμισθους. Προς τα τέλη του αιώνα, χιλιάδες γυναίκες και κορίτσια κατευθύνονται προς τη βιομηχανική εργασία σε νηματουργεία και κλωστήρια, υπό εξαντλητικές συνθήκες.
Η εφημερίδα Ακρόπολις αποτυπώνει την εικόνα της νεαρής εργάτριας του Πειραιά:
«Καμπουριασμένη, φτωχοντυμένη, ρακένδυτη, με ρούχα μπαλωμένα, με παπούτσια καταφαγωμένα από τους μακρινούς δρόμους...»
Αντίστοιχες μαρτυρίες προέρχονται από τη Σύρο, όπου οι εργάτριες στα κλωστοϋφαντουργεία εργάζονταν 12 ώρες ημερησίως, έξι ημέρες την εβδομάδα, και ακόμη δύο ώρες αμισθί κάθε Κυριακή. To 1892 έγινε και η πρώτη απεργία γυναικών εργατριών στο εργοστάσιο υφαντουργίας των αδελφών Ρετσινά.
Υπάρχει η προσωπική μαρτυρία του Βαμβακάρη, που δούλευε από παιδάκι στο κλωστήριο, μαζί με την μάνα του περιγράφοντας το πώς οι ανήλικες κλωστοϋφαντουργίνες έπρεπε να ανεβαίνουν σε σκαμνάκια για να φτάνουν τις μηχανές. Τα έξι χρόνια θεωρούνταν αρκετά για να μπει ένα παιδί στην παραγωγή.
Αρχές 20ού αιώνα
Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα μεροκάματα των γυναικών ήταν 10 λεπτά και τα μεροκάματα εργατών, που δούλευαν 10-12 ώρες ημερησίως, ήταν από 50 λεπτά έως 1 δραχμή.
Μία οκά ψωμί κόστιζε 30-40 λεπτά. Τα φασόλια και τα ρεβίθια είχαν 40 λεπτά, ενώ οι φακές κόστιζαν από 50 μέχρι 60 λεπτά. Τα αυγά αγοράζονταν μία δεκάρα τα τρία. Το γίδινο κρέας κόστιζε από 80 λεπτά μέχρι 1 δραχμή, ενώ το αρνίσιο από 1 δραχμή μέχρι 1 και 40. Το ελαιόλαδο και το τυρί ήταν 1 δραχμή και 20 λεπτά, ενώ τα φρούτα, όπως τα πορτοκάλια και τα λεμόνια κόστιζαν μία δεκάρα τα τρία, και τα καρπούζια και τα πεπόνια είκοσι πέντε λεπτά η οκά.
Το 1909 ψηφίστηκε ο Νόμος 3455 που καθιερώνει την Κυριακή ως αργία και το 1911 ο Νόμος «Περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας», ενώ μέσα στα επόμενα 10 χρόνια μειώνεται σταδιακά κατά δύο ώρες ο χρόνος εργασίας, δηλαδή από σχεδόν 11 ώρες σε 9 ώρες την ημέρα.
Και ενώ το εργατικό κίνημα κατακτούσε δικαιώματα και συνασπιζόταν σε ενώσεις, συνδικάτα και συλλόγους, η Μικρασιατική Καταστροφή το '22 ανέτρεψε τα πράγματα, με πλήθος προσφύγων να καταφτάνουν, ψάχνοντας για δουλειά. Έγραφε ο Παντελής Πουλιόπουλος, ο μαχόμενος δικηγόρος της εργατιάς για τους πρόσφυγες:
“Τα μεγάλα κλωστοϋφαντήρια, ταπητουργεία, χημικά εργοστάσια, χρωματουργεία, μηχανουργεία κλπ. στην Αθήνα, στο Φάληρο, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Νάουσα, στην Καβάλα, στιβαγμένα με χιλιάδες προσφυγόπουλα και προσφυγοπούλες που ξεζουμίζονται άγρια με 10 και περισσότερες ώρες δουλειά και 10 δραχμές ή λιγότερο μεροκάματο, λιώνουνε μέσα στη σκόνη, την ασφυξία, καταπετσοκόβουνται από τα απροφύλαχτα λεπίδια και τι ρόδες των μηχανών, τρομοκρατούνται από άσπλαχνους κέρβερους επιστάτες και μισθοφόρους τοποτηρητές του κεφαλαίου, από οργανωμένες μυστικές αστυνομίες των επιχειρήσεων, πρόστιμα, αυθαίρετες απολύσεις κλπ.”
Μεσοπόλεμος
Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, μια εποχή κοινωνικών ανακατατάξεων, μαζικών προσφυγικών ρευμάτων, βιομηχανικής συγκρότησης και αστικοποίησης, το μεροκάματο δεν ήταν απλώς οικονομική μονάδα· ήταν μονάδα ζωής. Συχνά ίσα που επαρκούσε για τα βασικά. Η απόκτηση ενός πανωφοριού ή ενός ρολογιού χειρός μπορούσε να σημαίνει κοινωνική άνοδο ή να λειτουργεί ως τεκμήριο αξιοπρέπειας. Οι εργάτες, οι τεχνίτες, οι αγρότες και οι μικροέμποροι πάλευαν καθημερινά όχι μόνο για το ψωμί της οικογένειας, αλλά και για ένα μέλλον που υποσχόταν σταθερότητα, προκοπή, αξιοπρέπεια.
Σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, για τις συνθήκες εργασίαςτην περίοδο του μεσοπολέμου το επίπεδο των μισθών στην Ελλάδα ήταν το μικρότερο σε όλη την Ευρώπη.
Το μεροκάματο κυμαινόταν από 50 δραχμές για άνδρες εργάτες και 27 για γυναίκες, ενώ πριν τον πόλεμο αυτό είχε φτάσει τις 70 και 40 δραχμές αντίστοιχα, σε εργοστάσια όπως καπνομάγαζα. Τα εργατόπαιδα στην οικοδομή, ανήλικα που έπαιρναν για να κουβαλάνε ασβέστη ή για ελαφριές δουλειές, πληρώνονταν 18 με 20 δραχμές μεροκάματο.
Οι τιμές των προϊόντων αυτή την δεκαετία ανέβηκαν, με την οκά το λάδι στις 30 με 40 δραχμές, φακές και φασόλια 14 με 16, την οκά το αλεύρι στις 8 δραχμές και εισαγόμενα προιόντα όπως ζάχαρη και καφές πιο ακριβά, 24 και 80 δραχμές αντίστοιχα. Το φωτιστικό πετρέλαιο ήταν στις 20 δραχμές ενώ το σαπούνι στις 24. Το ψωμί από 0.53 δρχ. το 1914 πήγε στις 6.41 δρχ. το 1930, ενώ το γάλα από μισή δραχμή πήγε στις 9.80 δρχ, το ψάρι από 2.20 στις 30 δραχμές η οκά και τα μακαρόνια από 0.80 πήγαν σχεδόν 13 δραχμές.
Τριπλασιάστηκε δηλαδή ο τιμάριθμος ενώ τα μεροκάματα κάλυπταν το 33% μονάχα των οικογενειακών αναγκών των εργατών. Απεργιακές κινητοποιήσεις ξέσπασαν σε όλη τη χώρα διεκδικώντας καλύτερα μεροκάματα. Στο Λαύριο οι μεταλλωρύχοι ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες͘- τα μεροκάματα φθάναν τις 35-40 δραχμές, όταν μια οκά ψωμί κόστιζε γύρω στις 8.50 δραχμές. Ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή, με τη φυματίωση να έχει πάρει διάσταση εθνικής αρρώστιας αφήνοντας χιλιάδες νεκρούς, ανήμπορους να έχουν πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Μετά από εκτεταμένες απεργιακές κινητοποιήσεις με αρκετούς θανάτους, με κορύφωση των εργατων του Λαυρίου και Ελευσίνας το 1929, το μεροκάματο πήγε στα 60 για εξειδικευμένους εργάτες, 45 το βασικό για άνδρες και 25 δραχμές για γυναίκες. Αυτή την περίοδο ξεκίνησαν μια σειρά μέτρων κοινωνικής προστασίας. Το 1931 ιδρύθηκε η Εργατική Εστία, το 1932 ψηφίστηκε το οκτάωρο και το 1934 ο νόμος περί κοινωνικών ασφαλίσεων, ενώ από το 1935 άρχισε να εφαρμόζεται η 8ωρη εργασία και το σύστημα των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας.
Κατοχή
Η Κατοχή έφερε ανατιμήσεις, τρομερές ελλείψεις και πείνα. Η πληρωμή των προϊόντων γινόταν με χαρτονόμισμα των Αρχών Κατοχής, το οποίο τυπωνόταν σε κινητά πιεστήρια του γερμανικού στρατού.
Στην περιοχή της Αθήνας τα περισσότερα είδη διατροφής μπορούσαν να αγορασθούν μόνο σε υπέρογκες τιμές στη μαύρη αγορά, όπως πχ η πατάτα η οποία από 15 δραχμές η οκά, στη μαύρη αγορά κόστιζε δεκαπλάσια τιμή, ενώ με δελτίο σίτισης έπαιρνε ο καθένας 50 δράμια άρτου (160 γραμμάρια) την ημέρα και 50 δράμια γάλα μόνο για τα παιδιά.
Δεκαετία 1960-1970
Από αποδείξεις προιόντων το 1959 βλέπουμε ότι το λάδι π.χ. είχε 24 δραχμές η οκά, δηλαδή γύρω στις 18 δραχμές το κιλό. Ο καφές στο καφενείο ήταν μισή με μια δραχμή στην αρχή της δεκαετίας, ενώ αργότερα ανεβαίνει στις 2-2,5 δραχμές.
Τη δεκαετία αυτή ο ανειδίκευτος εργάτης κέρδιζε περίπου 50 δρχ. ημερησίως, το οποίο μεταβλήθηκε με υπουργική απόφαση το 1965 σε 65 δραχμές, ενώ των γυναικών σε 50 δραχμές. Ο μηνιαίος μισθός ενός υπαλλήλου άρχιζε από 850 και πήγαινε μέχρι 1600 για άνδρες και 1300 αντίστοιχα για γυναίκες. Οι πολιτικοί μηχανικοί, για παράδειγμα, που ήταν περιζήτητοι γαμπροί της εποχής, έπαιρναν 8000 το μήνα.
Το 1976, όταν το απλό μεροκάματο οικοδομής ήταν 600 δρχ. και του τεχνίτη-μάστορα γύρω στις 1000 δρχ., η εφημερίδα κόστιζε 5 δρχ, το κρέας 120 δρχ. το κιλό, το λάδι 70 δρχ. και ένα σουβλάκι 10 δρχ.
Επανεξετάζοντας την ιστορία του «μεροκάματου» των εργατών στα πρώτα 150 χρόνια του ελληνικού κράτους, αντιλαμβανόμαστε και τη σημερινή κοινωνία διαφορετικά. Σε έναν κόσμο όπου το χρήμα ρέει ψηφιακά και τα αγαθά κυκλοφορούν με ταχύτητα, η μνήμη της χειρωνακτικής προσπάθειας, της αυταξίας του μόχθου και της συμβολικής δύναμης των πραγμάτων λειτουργεί ως πολύτιμος καθρέφτης. Ένας καθρέφτης που αντανακλά όχι μόνο το χτες, αλλά και τα ερωτήματα του σήμερα: τι αξίζει πραγματικά;
Σημείωση: τα τεκμήρια της ιστορίας συνήθως διασώζουν τις εμπειρίες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Έχουν ψηφιοποιηθεί μενού εστιατορίων, τιμολόγια μεγάλων ποσών όπως εθνικών δανείων και επιστολές από και προς πολιτικούς, όμως σπανίζουν τα ψηφιακά τεκμήρια που καταγράφουν τη ζωή και τους αγώνες των φτωχότερων, όπως της εργατικής τάξης. Η βιοπάλη, η πείνα και η αντοχή των εργατικών στρωμάτων σπάνια καταγράφονταν — και ακόμη σπανιότερα διασώζονταν. Μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισαν τα ψηφιοποιημένα αρχεία να αναζητούν και να διαφυλάσσουν τα θραύσματα της ζωής του μόχθου — δελτία πληρωμής, προκηρύξεις διαμαρτυρίας, δελτία συσσιτίου — αποκαθιστώντας την αξιοπρέπεια και την αφηγηματική παρουσία εκείνων που για καιρό είχαν εξοριστεί στα περιθώρια της ιστορίας.
Μάθετε περισσότερα :
Η θεματική έκθεση περιλαμβάνει τεκμήρια από τους εξής φορείς: