Ο πίνακας αυτός αγοράστηκε από τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα στην Ιταλία, μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και απεικονίζει τη φυγή των κατοίκων της Πάργας από το νησί τους, όταν, το 1819, το πούλησαν οι Άγγλοι στον Αλή Πασά . Ο ξεριζωμός τους συγκλόνισε την Ευρώπη και με το θέμα αυτό ασχολήθηκαν πολλοί καλλιτέχνες, όπως ο Ludovico Lipparini, καθηγητής στην Ακαδημία των Καλών Τεχνών της Βενετίας και δάσκαλος του Διονύσιου Τσόκου, ο οποίος σπούδασε κοντά του ζωγραφική κατά την περίοδο 1844-1847. Ο Lipparini, το 1844, εξέθεσε στη Βενετία τον πίνακα “Una Barca di Greci” (Βάρκα Ελλήνων), επανάληψη από τον Τσόκο του οποίου αποτελεί το έργο της Πινακοθήκης Αβέρωφ, φιλοτεχνημένο μετά τη μεγάλη απήχηση που είχε ο πίνακας του δασκάλου του. Στο ότι η παραλλαγή αυτή ζωγραφίστηκε από τον Τσόκο, κατά τα χρόνια της μαθητείας του κοντά στον Lipparini, επιβεβαιώνει το γεγονόςότι βρέθηκε και αγοράστηκε στην Ιταλία. Στο έργο απεικονίζεται μια βάρκα γεμάτη φυγάδες –αγωνιστές, έναν ιερωμένο, μια γυναίκα- που παραδέρνει στα κύματα ενώ κατευθύνεται προς την ξενητιά. Ένα παλικάρι, όρθιο, αγκαλιάζει το κατάρτι και κρατώντας τη σημαία ατενίζει την πατρώα γη που εγκαταλείπει, ενώ ο καπετάνιος κρατά στιβαρά το τιμόνι. Παρόλο που ο Διονύσιος Τσόκος επαναλαμβάνει τον εικονογραφικό τύπο του δασκάλου του και κινείται, όπως και εκείνος, μέσα στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής ιδεαλιστικής ζωγραφικής, εντούτοις αφήνει να διαφανούν τα προσωπικά βιώματα και η συγκίνηση που ξεπηδά από τα πατριωτικά του αισθήματα, τα οποία τον οδηγούν σε μια συναισθηματική απόδοση, όπου το ρομαντικό στοιχείο κυριαρχεί.
(EL)