Στα 1873 και στο έργο «Η φιλοσοφία των καθαρών επιστημών», ο Clifford εξετάζει το καντιανό καθόλου και αντιπαραθέτει σε αυτό μια γόνιμη αμφιβολία, επί τη βάσει, κυρίως, της έννοιας της εμπειρίας. Από την άλλη, κάποιους μήνες πριν, στα 1872, ο ίδιος συγγραφέας παρουσίασε στην Βασιλική Ακαδημία μια εργασία πάνω στον «Σκοπό και τα εργαλεία της επιστημονικής σκέψεως», όπου εξέταζε ακριβώς την πιθανότητα παρουσίας ενός άλογου θεμελίου στον Kant, διαμέσου κυρίως των δύο πρώτων αντινομιών του καθαρού λόγου. Σε αυτά τα δύο κείμενα, ο Clifford βασίζεται στους εμπειριστές, τ.ε. τον Bain, τον Mill, τον Spencer, και η αναφορά στην καντιανή σκέψη έρχεται πάντα στο τέλος, ωσάν ο Kant να ήταν χωρίς καμία αμφιβολία αυτός που, στα μάτια του Clifford, προχώρησε πιο μακριά από τους υπολοίπους. Σε αυτά τα δύο κείμενα παρακολουθούμε μία καμπή της σκέψεως του Clifford, κατά την οποίαν ο συγγραφέας επιστρέφει στον Kant προκειμένου όμως να τον ξεπεράσει. Το παρόν άρθρο αποπειράται να αναλύσει την συγκεκριμένη μεταστροφή και την αναγκαιότητά της. Μέχρι ποίου σημείου ο Clifford αποτελεί μέρος της καντιανής γενεαλογίας; Πρόκειται για την ίδια την φύση εκείνης της επιστημονικής σκέψεως πού έχει τραφεί με την σύλληψη των μη ευκλείδειων γεωμετριών και των συνεπειών τους. Το άρθρο διερευνά τον τρόπο που ο Clifford συνδέει στο «Η φιλοσοφία των καθαρών επιστημών» την εμπειρία με την εγκυρότητα, προτού συνειδητοποιήσει τις συνέπειες (σε ένα παραδόξως προγενέστερο κείμενο) όσον αφορά την φύση της επιστημονικότητας. Είναι με αφετηρία τον διάλογο του συγγραφέα με την καντιανή σκέψη περί της εμπειρίας, περί του καθόλου, και περί των αντινομιών τού καθαρού λόγου, που ο Clifford προσεγγίζει το θέμα της επιστημονικής σκέψεως, ή οποία, κατ’ αυτήν την προσέγγιση, συνίσταται σε μία μάλλον ιδιάζουσα σχέση μεταξύ της εμπειρίας και της εγκυρότητας, της παρελθοντικής εμπειρίας και των νέων δεδομένων, και στο πλαίσιο πάντα μιας δυναμικής συγκλίνουσας στο σημείο εκείνο, όπου η επιστημονικότητα και η πρόοδος καθίστανται συνώνυμες.