Ο Τάσσος (Αλεβίζος, 1914-1985) χάραξε τον μονόφθαλμο οργανοπαίχτη (ρεμπέτη) το 1946. Έκτοτε, το θέμα επέστρεφε στα χαρακτικά του, με αποκορύφωμα τη σειρά με τις Αρχόντισσες το ρεμπέτικου, το 1970. Ο Οργανοπαίκτης (ή Κιθαρωδός ή Ο τύπος, όπως είναι γνωστό το έργο) χρονολογείται στα 1963, μια περίοδο κατά την οποία ο χαράκτης έχει κατασταλάξει στο ώριμο, χαρακτηριστικό ύφος του που αντλεί από τη βυζαντινή ζωγραφική και αποδίδει σχηματικά τα σώματα, με έμφαση στον αντιθετικό διάλογο του άσπρου και του μαύρου. Εικονίζεται ένας λαϊκός τύπος, με φανέλα, ρολόι στο χέρι και μουστακάκι στο πρόσωπο να κρατά ένα μουσικό όργανο, πιθανόν μπουζούκι. Ο άντρας, που περιβάλλεται από μια φαρδιά μαύρη ταινία, πλάθεται σαν βυζαντινός άγιος. Και με ύψος 80 εκ. αποκτά σχεδόν φυσικές διαστάσεις. Είναι η εποχή που ο χαράκτης στρέφεται στις μεγάλες ξυλογραφίες, με πλάγιο ξύλο, αλλάζοντας έτσι την κλίμακα της χαρακτικής τέχνης που από την πρώιμη Αναγέννηση προορίζονταν για την εικονογράφηση βιβλίων. Με αυτή του την επιλογή, να αλλάξει δηλαδή κλίμακα, ο Τάσσος μνημειοποιεί κατά κάποιον τρόπο τον λαϊκό άνθρωπο και ταυτόχρονα επισημαίνει τη σημασία της λαϊκής μουσικής στην καθημερινότητά του. Ο καλλιτέχνηςγεννήθηκε στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Ήταν μαθητής του Γιάννη Κεφαλληνού στην ΑΣΚΤ και δούλεψε σχεδόν αποκλειστικά με την τεχνική της ξυλογραφίας. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες χαράκτες αλλά και γενικότερα καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, που καταξιώθηκε στη συνείδηση του κοινού και των ειδικών κυρίως χάρη στη μεταπολεμική του δημιουργία.
(EL)