Ο Άγγελος Θεοδωρόπουλος (1883-1965) σπούδασε ζωγραφική και χαρακτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (απόφοιτος του 1914), ενώ τα πρώτα του χαρακτικά πιθανότατα φιλοτέχνησε περί το 1918. Η πρώιμη χαρακτική παραγωγή του, τη δεκαετία του 1920, τον αναδεικνύει στον σημαντικότερο εκπρόσωπο της συγκεκριμένης τέχνης που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα πριν από την επιστροφή των Κεφαλληνού και Κογεβίνα από τη Γαλλία. Ο Θεοδωρόπουλος ήταν γενικότερα ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες καλλιτέχνες του Μεσοπολέμου, που συνέβαλε καθοριστικά στην ανανέωση της ελληνικής τέχνης και στην άνθηση της χαρακτικής εντός συνόρων. Η συγκεκριμένη ξυλογραφία, με τίτλο Νεκρή φύση – Μήλα και καράφα, είναι μια τυπική σύνθεση εργαστηρίου στο πλαίσιο της θεματικής της νεκρής φύσης. Το μεγαλύτερο τμήμα της εικόνας καταλαμβάνει στο αριστερό τμήμα ένα πανέρι με μήλα. Το πανέρι, πεσμένο στο πλάι, αφήνει να φανούν οι σφαιρικοί καρποί στο εσωτερικό του, καθώς και μερικοί που έχουν κυλήσει έξω από αυτό, πάνω σε ένα ύφασμα. Στα δεξιά, δημιουργώντας έναν κάθετο άξονα, στέκει μια πήλινη κανάτα. Το έργο βασίζεται στην αντιδιαστολή των όγκων: των σφαιρικών μήλων, του πτυχωτού υφάσματος, της αυστηρής πήλινης φόρμας. Ο τρόπος που ο χαράκτης στήνει τη σύνθεση, χειρίζεται το φως και αποδίδει τους όγκους, μαρτυρεί τη γνώση της εργασίας του Πωλ Σεζάν. Την ίδια στιγμή, η τεχνική μαεστρία που επιδεικνύει ο Θεοδωρόπουλος στη χάραξη των λεπτών και πλατύτερων γραμμών, στο πλάσιμο των αντικειμένων, στην απόδοση του φωτός και της σκιάς, επιβεβαιώνουν τις ικανότητές του και δείχνουν γιατί η εργασία θεωρούνταν εξαιρετικής ποιότητας τόσο μεταξύ των συναδέλφων του όσο και από την κριτική της εποχής. Το συγκεκριμένο χαρακτικό είναι ένα από τα πιο σπουδαία δείγματα της μεσοπολεμικής εργασίας του κατά τη δεκαετία του 1930: είχε εκτεθεί στην α΄ έκθεση της Ομάδας Τέχνη 1930, καθώς και στην πρώτη ατομική έκθεση του καλλιτέχνη στην γκαλερί Στρατηγοπούλου στην Αθήνα, επίσης το 1930, ενώ παρουσιάστηκε και στη Μπιενάλε το 1938, όπου ο καλλιτέχνης εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τον ζωγράφο Κ. Παρθένη και τον γλύπτη Μ. Τόμπρο.
(EL)