Το έργο Θέρος εντάσσεται σε μια ενότητα χαρακτικών (στα οποία περιλαμβάνονται επίσης τα τυπώματα Στη βρύση και Πλύστρες από τη συλλογή του Μουσείου) που φιλοτέχνησε ο Αλέξανδρος Κορογιαννάκης (1906-1966) τη δεκαετία του 1930 με σκηνές που εμπνέονται από την αγροτική ζωή. Ο χαράκτης γεννήθηκε στα Μέγαρα και σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ (1920-1929). Ήταν πολιτικοποιημένος, εντάχθηκε μάλιστα κατά τον Μεσοπόλεμο σε καλλιτεχνικές ομάδες όπως οι Ελεύθεροι Καλλιτέχναι ή η Ομάς Ελλήνων Ζωγράφων Χαρακτών, όπου μετείχαν αρκετοί αριστεροί δημιουργοί. Το ύφος του, εκκινώντας από τον ρεαλισμό σταδιακά οδηγήθηκε στη σχηματοποίηση και την απλοποίηση αντανακλώντας εν μέρει επιδράσεις από τη γερμανική χαρακτική και υπηρετώντας μια κοινωνική τέχνη με έμφαση στην εικόνα του εργάτη και του αγρότη. Ο θερισμός ήταν δημοφιλές θέμα ήδη από την Αναγέννηση (πρβλ. τους πίνακες του Pieter Brueghel του πρεσβύτερου), ενώ στα χρόνια του 19ου αιώνα χρωματίστηκε πολιτικά μέσα από την εργασία ζωγράφων του ρεαλισμού (όπως ο Jean-Francois Millet), αναδεικνύοντας ακριβώς τη δύσκολη καθημερινότητα του αγρότη. Σε αυτή την παράδοση εγγράφεται και η ξυλογραφία του Κορογιαννάκη. Ο τελευταίος χρησιμοποιεί εδώ ένα κλασικό συνθετικό σχήμα, προβάλλοντας στο πρώτο επίπεδο τα δεμάτια, στο μέσον τη σκυμμένη θερίστρια και ακριβώς πίσω της έναν άντρα. Στο βάθος γυναίκες μεταφέρουν δεμάτια μέσα σε ένα τοπίο με σταροχώραφα. Όλες οι μορφές είναι σκυφτές ή στρέφουν την πλάτη στον θεατή, έτσι που τα πρόσωπά τους δεν φαίνονται. Μετατρέπονται λοιπόν, σε σύμβολα της αγροτιάς που αντιμάχονται τη φύση για να παράξουν τη σοδειά μέσα από μια αντίληψη επηρεασμένη από τις ιδέες του σοσιαλισμού.
(EL)