Η νεαρή Ρούλη Σεμερτζίδη, δεύτερη σύζυγός του ζωγράφου, εικονίζεται καθιστή σε μια καρέκλα. Φορά ένα ανοιχτόχρωμο, αμάνικο φόρεμα με άνοιγμα στον λαιμό, έχει τα μαλλιά της χτενισμένα σε χωρίστρα και προς τα πίσω, και χαμηλώνει το κεφάλι και το βλέμμα της μοιάζοντας χαμένη στις σκέψεις της. Βρίσκεται σε κάποιον ασαφή εσωτερικό χώρο (το εργαστήρι του ζωγράφου), που αποδίδεται με σκούρο, λαδί χρώμα, ενώ το φως που πέφτει από τα αριστερά φωτίζει το πρόσωπο και το πάνω μέρος του κορμού της. Στην προσωπογραφία της Ρούλης μπορεί κανείς να δει το στιβαρό χτίσιμο της μορφής και το πλάσιμο των όγκων – μακρινή αλλά ουσιαστική ανάμνηση της διδασκαλίας του Κωνσταντίνου Παρθένη. Μπορεί, επίσης, να δει την υφολογική ωρίμανση του Βάλια Σεμερτζίδη (1911-1983) από την εργασία του μετά το 1944 – όταν και δούλεψε πάνω στις εικαστικές σημειώσεις του από το βουνό. Το έργο εντάσσεται στο πλαίσιο της ζωγραφικής δημιουργίας του από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, μια περίοδο κατά την οποία εκείνος προσπαθούσε να αρθρώσει έναν ρεαλιστικό αλλά όχι νατουραλιστικό (μιμητικό της φύσης) εικαστικό λόγο. Η Καλλιρρόη (Ρούλη) Ρημάκη γνωρίστηκε με τον Σεμερτζίδη το 1951. Παντρεύτηκαν το 1956 και με τον καιρό έγινε ένα από τα αγαπημένα του μοντέλα – άλλωστε ο καλλιτέχνης συνήθιζε να χρησιμοποιεί ως μοντέλα τα πρόσωπα της οικογένειάς του, όπως έκανε παλαιότερα με τις αδελφές του.
(EL)