Ο Βασίλης Καζάκος (1945-2006), χαράκτης και ζωγράφος, πήρε τα πρώτα του μαθήματα από τον επίσης ζωγράφο πατέρα του, Τρύφωνα. Από το 1965 έως το 1971 σπούδασε στην ΑΣΚΤ, κοντά στον Κώστα Γραμματόπουλο – από το 1977 μέχρι και τον σχετικά πρόωρο θάνατό του, δίδαξε και ο ίδιος στην ΑΣΚΤ, στην έδρα της χαρακτικής. Ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την έγχρωμη ξυλογραφία, μολονότι τα τελευταία χρόνια δούλεψε πολύ και τις τεχνικές της χαλκογραφίας. Τα πλέον γνωστά του έργα είναι πανοραμικές απόψεις του τοπίου που διακόπτονται από ιπτάμενα ποδήλατα – ένα μοτίβο που έγινε το σήμα κατατεθέν του. Κοντά σε αυτά, άγγελοι και πουλιά αναδείκνυαν επίσης τη σημασία της πτήσης στο έργο του. Ο ίδιος έλεγε: «Για μένα το φτερό είναι συμβολισμός ανάτασης, ελευθερίας, αισιοδοξίας. Ίσως καμία φορά να συμβολίζει και μια τάση φυγής». Η έγχρωμη ξυλογραφία της συλλογής φιλοτεχνήθηκε το 1971 και ανήκει στην πρώιμη φάση της καλλιτεχνικής του παραγωγής, εντοπίζεται δε η έντονη επίδραση του δασκάλου του Γραμματόπουλου στην πλούσια χρωματικά σύνθεση. Είναι, όμως, μία από τις πρώτες εικόνες του Καζάκου όπου ανιχνεύεται η σημασία της πτήσης στην εικονογραφία του. Ειδικότερα, σε ένα τοπίο παραθαλάσσιο, όπου διακρίνεται ένας μεγάλος, παραλιακός δρόμος ανάμεσα στα βράχια της ακτής και την πλατιά επιφάνεια της θάλασσας (ο Σαρωνικός), διακρίνεται ένα μεγάλο σμήνος λευκών περιστεριών ενώ πετά προς τα αριστερά. Το αφαιρετικό σχέδιο συνδυάζεται με την πλούσια χρωματική απόδοση: θερμά κίτρινα, καφές και ώχρες συνομιλούν με τα ψυχρά μπλε, γκρίζα και γαλάζια χρώματα, ωστόσο το λευκό των πουλιών είναι εκείνο που ξεχωρίζει. Και αναδεικνύει την έννοια της φυγής, όπως συμβολίζεται στον μεγάλο δρόμο και την πτήση των πουλιών, που στάθηκε κομβική για τον σπουδαίο Έλληνα χαράκτη.
(EL)