Ο Σπύρος Βασιλείου (1903-1985), γεννημένος στο Γαλαξίδι και μαθητής του Νίκου Λύτρα στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε από το 1921 έως το 1926, ένας από τους δυναμικούς εκείνους νέους καλλιτέχνες που τάραξαν τα νερά κατά τη δεκαετία του 1930. Ζωγράφος και αγιογράφος, ο Βασιλείου πέρασε την Κατοχή χαράσσοντας ξυλογραφίες είτε με αντιστασιακό περιεχόμενο που κυκλοφορούσαν παράνομα, είτε με αλληγορικό που δημοσιεύονταν σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία. Ονομάστηκε, μάλιστα, «ο χαράκτης των πέντε ετών» με αφορμή τη χαρακτική δημιουργία του τα χρόνια της Κατοχής, την οποία ωστόσο δεν συνέχισε έκτοτε, καθώς αφοσιώθηκε στη ζωγραφική αλλά και τη σκηνογραφία. Στη συγκεκριμένη ξυλογραφία, που αντλεί έμπνευση από τη αγιογραφία και τη λαϊκή τέχνη σύμφωνα με το ιδεολόγημα της ελληνικότητας που αναζητούσε ένα εθνικό ύφος βασισμένο στην τέχνη του βυζαντινού παρελθόντος, ο Βασιλείου εικονογραφεί έναν στίχο του Σικελιανού, από το ποίημα Θαλερό: «Και κάτου απ’ την κληματαριά την άγουρη μ’ επρόσμενε, / στο ξάγναντο το σπίτι, / στρωτό τραπέζι, πόφεγγε, λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό, / το φως του Αποσπερίτη…». Όλα αυτά τα στοιχεία που αναφέρονται στο ποίημα εντοπίζονται στο χαρακτικό: το φως του άστρου, η κληματαριά, το στρωμένο τραπέζι, η ελπίδα ουσιαστικά για τον ερχομό μιας άνοιξη πνευματικής, που αναφερόταν στην απελευθέρωση. Η επιλογή του Σικελιανού επίσης δεν ήταν τυχαία εκ μέρους του χαράκτη. Διότι την περίοδο του Πολέμου ο ποιητής είχε πρωτοστατήσει στον ξεσηκωμό του λαού κατά της ιταλικής εισβολής, ενώ τον ίδιο ηγετικό ρόλο, ως πνευματική προσωπικότητα, διατήρησε και κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
(EL)