Ο Εμμανουήλ Ζέπος (1905-1995) εξέθεσε μια ελαιογραφία με τίτλο Λαϊκή αγορά στην Γ΄ Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση, στο Ζάππειο Μέγαρο την άνοιξη του 1940. Πιθανόν η ξυλογραφία με τον ίδιο τίτλο και το ίδιο θέμα να φιλοτεχνήθηκε εκείνην την περίοδο – αυτό τουλάχιστον φανερώνουν τα υφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου χαρακτικού. Ζωγράφος και χαράκτης, ο Ζέπος σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (απόφοιτος του 1926) ζωγραφική με τους Νικόλαο Λύτρα, Σπύρο Βικάτο και Γεώργιο Ιακωβίδη. Αργότερα παρακολούθησε το εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη (έως το 1932) και θεωρείται σήμερα ως ένας από τους πρώτους μαθητές του. Στη χαρακτική ήταν αυτοδίδακτος. Φαίνεται πως εξέθεσε πρώτη φορά ξυλογραφίες του τον Μάρτιο του 1938, στην Α΄ Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση και λίγο αργότερα στην Α΄ Πανελλήνια Έκθεση Χαρακτικής, το διάστημα Δεκεμβρίου 1938 – Ιανουαρίου 1939, ως μέλος της Ομάδας Ελλήνων Ζωγράφων Χαρακτών. Στη συγκεκριμένη παράσταση εικονίζεται μια λαϊκή αγορά σε κάποια γειτονιά της Αθήνας – πιθανόν το Κουκάκι με βάση το πώς αποδίδεται ο βράχος της Ακρόπολης (από τα νότια). Βέβαια, ο Ζέπος ελάχιστη σημασία δίνει στο τοπίο, που λειτουργεί απλώς το σκηνικό για να ξεδιπλώσει την ενδιαφέρουσα αστική ηθογραφία του: στο πρώτο επίπεδο, αριστερά, δυο αστές γυναίκες, μαζί με το σκυλάκι τους έχουν πάει να ψωνίσουν στη λαϊκή αφορά. Η μεγαλύτερη φοράει μαύρα ρούχα και εικονίζεται πλάτη στον θεατή. Η δεύτερη και νεότερη (πιθανόν κόρη της) διαπραγματεύεται με έναν μανάβη την αγορά ενός μεγάλου, ζουμερού τσαμπιού σταφυλιών. Ο πωλητής εικονίζεται δεξιά κρατώντας στο ένα χέρι το τσαμπί και στο άλλο την παλάντζα, μια ζυγαριά αποτελούμενη από δύο δίσκους. Πίσω από την πρωταγωνιστική τριάδα της σύνθεσής του, ο Ζέπος απλώνει το πυκνό πλήθος του υπαίθριου παζαριού: εργάτες και μικροπωλητές, προϊόντα απλωμένα, τέντες και αγοραστές που πηγαινοέρχονται σαν ένα ποτάμι που κινείται αργά ανάμεσα στα σπίτια. Το σχέδιο είναι ρεαλιστικό αλλά με απλοποιήσεις που παραπέμπουν στη λαϊκή-βυζαντινή τέχνη και συνδέουν τον Ζέπο με το κίνημα για «επιστροφή στην παράδοση». Το σύνολο, ωστόσο, επιβάλλεται με τη φρεσκάδα του ρεαλισμού του, που αποδίδει με πιστότητα και εύθυμη διάθεση μια σκηνή της αστικής καθημερινότητας του Μεσοπολέμου, λίγον πριν ο Πόλεμος και η επακόλουθη Κατοχή φέρουν την καταστροφή.
(EL)