Η σύνθεση, εμφανίζει κοινά γνωρίσματα με τον πίνακα Βουλιαγμένη, που χρονολογείται την ίδια περίπου περίοδο. Αναπτύσσεται καθ’ ύψος και απεικονίζει τμήμα από το τοπίο της Πάρνηθας, λίγο έξω από την Αθήνα. Στο πρώτο επίπεδο εικονίζονται μεγάλα δέντρα και ανάμεσά τους μόλις που διακρίνονται μορφές – άντρες και γυναίκες μέσα στο δάσος. Το θέμα της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση απασχολούσε έντονα τον ζωγράφο Βάλια Σεμερτζίδη (1911-1983) τα χρόνια μετά την αποφοίτησή του από την ΑΣΚΤ, όπου σπούδασε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη. Αυτό φαίνεται σε έργα όπως ενδεικτικά η Μυθολογική σκηνή ή οι Λουόμενες, επίσης από τη συλλογή του Μουσείου. Παρά το γεγονός πως η βασική ιδέα που απασχολεί τον ζωγράφο παραμένει εδώ ίδια –και εκκινεί από το κίνημα του συμβολισμού– πρόκειται στην πραγματικότητα για μια νέα κατεύθυνση στο έργο του. Το τοπίο της Πάρνηθας δεν εξαϋλώνεται, στο πνεύμα του συμβολισμού. Αντίθετα, αποκτά έναν στιβαρό, μνημειακό χαρακτήρα, απολύτως εμφανή στον τρόπο που αποδίδονται οι ψηλοί, απόκρημνοι βράχοι που φτάνουν έως τον ουρανό. Το λιτό σχέδιο και τα βαριά, σκοτεινά χρώματα που αρνούνται την επίδραση του ηλιακού φωτός, φανερώνουν τη ριζική διαφοροποίηση της εργασίας του Σεμερτζίδη σε σχέση με τη δεκαετία του 1930 και προετοιμάζουν την ωρίμανση του ύφους του που θα βρει τη μνημειακή του έκφραση κατά την περίοδο του βουνού (1944).
(EL)