Το 1981, με την επιστροφή της στην Ελλάδα από το Παρίσι, όπου έζησε για είκοσι χρόνια, η Χρύσα Ρωμανού (1931-2006) ξεκίνησε μια σειρά έργων με τη μέθοδο του ντεκολλάζ, δηλαδή της αφαίρεσης, της καταστροφής και της αναδόμησης μιας ήδη έτοιμης εικόνας, σύμφωνα με τη λογική των Νέων Ρεαλιστών (Nouveaux Realistes) και ιδίως καλλιτεχνών όπως ο Francois Dufrene ή ο Jacques Villegle. Η Ρωμανού γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ (το διάστημα 1950-1956) με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη και με υποτροφία του ελληνικού κράτους έφυγε το 1961 για τη Γαλλία. Εκεί συνδέθηκε με τη σύγχρονη γαλλική τέχνη και επηρεάστηκε έντονα από τις αναζητήσεις των Νέων Ρεαλιστών και άρχισε να οικειοποιείται φωτογραφίες από τον τύπο, δημοσιεύματα, αφίσες κ.λπ. για τη δημιουργία έργων με τους γενικούς τίτλους Ωροσκόπια, Χάρτες, Λαβύρινθοι, Σκοποβολές κ.λπ. Η εργασία της αποτελούσε αιχμηρό σχόλιο απέναντι στην καταναλωτική κοινωνία, με τρόπο πιο δηκτικό και επιθετικό από την τότε ιδιαίτερα δημοφιλή pop art. Σταδιακά, και ιδίως από το 1980, η Ρωμανού διαμόρφωσε το ώριμο ύφος της: χρησιμοποίησε το ντεκολλάζ ως κύριο μέσο έκφρασης. Κατέστρεφε και αναδημιουργούσε ήδη έτοιμες εικόνες, φιλοτεχνώντας αφηρημένες χρωματικές συνθέσεις, εγκιβωτισμένες μέσα σε κουτιά από πλεξιγκλάς. Σε αυτή την ενότητα ανήκει και το έργο Νεκρή φύση, της συλλογής. Σε μια αδρή επιφάνεια, που διαμορφώνεται από γύψο και μεγάλες ζώνες γαλάζιου, γκρίζου και ώχρας, δημιουργείται από κομμένες φωτογραφίες με φρούτα και λαχανικά μια νέα σύνθεση: καρπούζια, σταφύλια, λεμόνια, αγκινάρες και πλήθος άλλων φρούτων και λαχανικών καταλαμβάνουν το κεντρικό σημείο της σύνθεσης, γύρω από τον λευκό χώρο. Η ζωγράφος παίζει με τη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση της ρεαλιστικής νεκρής φύσης, που ανάγεται ήδη στην περίοδο της αναγέννησης και γνώρισε μεγάλη άνθιση την εποχή του Μπαρόκ. Δείγμα ευμάρειας και πλούτου, αλλά και επίδειξη ικανοτήτων στην απόδοση του ορατού κόσμου, η νεκρή φύση αποτέλεσε ένα από τα δημοφιλή θέματα στην τέχνη ακόμη και έως τις αρχές του μοντερνισμού, που έγινε πεδίο φορμαλιστικών μελετών από τους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας. Όμως, η Ρωμανού κινείται εδώ σε μια πρώιμα μεταμοντέρνα αντίληψη: επαναπροσεγγίζει την παράδοση των μεγάλων δασκάλων αλλά με τα μέσα της σύγχρονης τέχνης, χωρίς να αρνείται και εδώ την κριτική απέναντι στην άλογη κατανάλωση. Το έργο είχε, πιθανόν, εκτεθεί στην Ομαδική Έκθεση Μελών του Συνδέσμου Σύγχρονης Τέχνης, στο Πολιτιστικό Κέντρο Ρόδου το 1984.
(EL)