Μια νέα γυναίκα κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα πάνω σε ένα απλό, μεταλλικό κρεβάτι, σκεπασμένο με μια καρό κουβέρτα. Φορά σκούρα ρούχα και η μορφή της προβάλλεται εμφατικά μπροστά στον γυμνό, λευκό τοίχο, ενώ πίσω της διακρίνεται ένα μεγάλο παράθυρο. Η σύνθεση είναι λιτή και το σχέδιο, παρ’ ότι ρεαλιστικό στην αφετηρία του, ρέπει ουσιαστικά προς τον εξπρεσιονισμό. Κυριαρχούν οι γκρίζοι τόνοι της οξυγραφίας, ωστόσο η σύνθεση βασίζεται πάνω στην αντίθεση λευκών και μαύρων: της νέας μπροστά στον τοίχο, το παράθυρο που θυμίζει φυλακή. Αυτή είναι προφανώς, και η βασική επιδίωξη του καλλιτέχνη Φώτη Μαστιχιάδη (1913-1997): να αποτυπώσει σε μια σύνθεση το ζοφερό κλίμα της εποχής, να συλλάβει με το χαρακτικό του την αίσθηση του εγκλεισμού, της απομόνωσης, του φόβου. Φιλοτεχνημένο κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας, το έργο εικονογραφεί ηθελημένα την εποχή κατά την οποία δημιουργήθηκε. Κρύβει μέσα στη ρεαλιστική του εικόνα το συναισθηματικό άγος της Επταετίας, με τρόπο που μπορεί να αγγίξει το κοινό αλλά χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τους δυνάστες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ο καλλιτέχνης επέλεξε να εκθέσει τη συγκεκριμένη σύνθεση στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1973, στο Ζάππειο Μέγαρο, μια εκδήλωση που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του μεγάλου κοινού και αποτελούσε πεδίο ζυμώσεων. Ο Μαστιχιάδης είχε γεννηθεί στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου. Αργότερα εργάστηκε σε διάφορα έντυπα ως σκιτσογράφος, ενώ ασχολήθηκε με τη χαρακτική μετά το 1942, όταν προσλήφθηκε στο τμήμα χάραξης τραπεζογραμματίων της Τράπεζας της Ελλάδος. Η χαρακτική του παραγωγή χρονολογείται κυρίως μετά τον Πόλεμο και έχει γίνει κυρίως με την τεχνική της οξυγραφίας.
(EL)