Ο Πάνος Παπανάκος (1930-1999), μαθητής του Πολύκλειτου Ρέγκου στο Πειραματικό Σχολείο του ΑΠΘ, δεν ήταν ζωγράφος. Σπούδασε ιατρική στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη, και ακολούθησε το συγκεκριμένο επάγγελμα. Συνέχισε, όμως, να ασχολείται συστηματικά με τη ζωγραφική. Επίσης, δημοσίευσε κείμενα για την τέχνη και εικονογράφησε έντυπα και βιβλία. Επηρεασμένος από το παράδειγμα κυρίως του Ν.-Γ. Πεντζίκη, επίσης θεσσαλονικιού καλλιτέχνη, υιοθέτησε ναΐφ ύφος και δούλεψε με βασική αρχή την απλότητα και την αφέλεια. Ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με το τοπίο, ενώ οι πίνακές του, μικρής κλίμακας, είχαν φιλοτεχνηθεί με ελαφρές ύλες, όπως η τέμπερα. Στη συγκεκριμένη παράσταση εικονίζεται ένα ξωκλήσι, θέμα που επιστρέφει συχνά στο έργο του. Πάνω σε έναν λόφο, που αποδίδεται απλώς σαν μια γιγάντια καμπύλη μέσα στη σύνθεση, στέκει ένα μικρό εκκλησάκι. Ένα μικρό, χωμάτινο μονοπάτι κόβει τον λόφο στη μέση και οδηγεί στην πόρτα του. Πίσω του, τρία δέντρα δημιουργούν παράδοξες φόρμες που συνομιλούν με τα λευκά σύννεφα του ουρανού. Το σχέδιο είναι απλό, τα χρώματα φωτεινά, το σύνολο διακρίνεται από ρευστότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση.
(EL)