Μια νέα γυναίκα, με σκούρα μαύρα μαλλιά και ένα ανοιχτόχρωμο, μπεζ φόρεμα, εικονίζεται μισοξαπλωμένη νωχελικά σε μια πολυθρόνα, σε μια σύνθεση που ανακαλεί ανάλογες προσπάθειες του Ανρί Ματίς. Η μορφή καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της ζωγραφικής επιφάνειας, αφήνοντας λίγο χώρο στο δίχως λεπτομέρειες, δωμάτιο, φανερώνοντας πως το ενδιαφέρον της ζωγράφου βρίσκεται πρώτα και κύρια στο γυναικείο σώμα. Το σχέδιο, χωρίς να χάνει την ακρίβειά του, είναι μάλλον αφαιρετικό, με διάθεση για απλοποίηση. Έμφαση δίνεται στο πλάσιμο των όγκων, ενώ χρωματικά κυριαρχούν οι χαμηλόφωνοι τόνοι της ώχρας, του γκρίζου, του καφέ αλλά και του ψυχρού λευκού με το οποίο αποδίδονται τα μαξιλάρια. Η ζωγράφος Εύας Μπουλγουρά (1917-2000) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πραγματοποίησε ελεύθερες σπουδές κοντά στους ζωγράφους Αριστοτέλη Βασιλικιώτη και Βάσο Γερμενή καθώς και τον γλύπτη Θανάση Απάρτη. Ξεκίνησε να εκθέτει τα έργα της από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Μαζί με τη νεκρή φύση, το θέμα της νεαρής γυναίκας, γυμνής ή ντυμένης, καθιστής ή συνηθέστερα μισοξαπλωμένης μέσα σε αινιγματικά εσωτερικά, χαρακτήρισε τη ζωγραφική παραγωγή της από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως το τέλος της ζωής της. Ουσιαστικά, ήταν μέσα από αυτές τις δύο θεματικές που το ώριμο ύφος της ζωγράφου εξελίχθηκε από την παράκαμψη τύπων του φωβισμού και του εξπρεσιονισμού (που χαρακτήριζε την έως τότε δημιουργία της) στην κατεύθυνση ενός προσωπικού ιδιώματος. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται σαφώς και η Ξαπλωμένη φιγούρα, από τη συλλογή του Μουσείου.
(EL)