Σε αυτό το αμφιπρόσωπο σχέδιο (δηλαδή σχέδιο που έχει παραστάσεις και στις δύο πλευρές του φύλλου χαρτιού) εικονίζονται πιθανόν προσχέδια γλυπτών του γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1951-1938) και χρονολογούνται στη μεταλογική του περίοδο, δηλαδή την περίοδο μετά την εμφάνιση της ψυχικής του νόσου. Ο Χαλεπάς γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου. Η οικογένεια του είχε μεγάλη παράδοση στην επεξεργασία μαρμάρου, όμως ο πατέρας του επιθυμούσε ο γιος του να ασχοληθεί με το εμπόριο. Μετά από πιέσεις, ο νεαρός σπούδασε γλυπτική κοντά στον κλασικιστή Λεωνίδα Δρόση, στο Σχολείο των Τεχνών, από το 1869 έως 1872, ενώ ) και με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου (1873-1875), όπου διακρίθηκε επανειλημμένα. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1876, όπου ξεχώρισε με έργα όπως το σύμπλεγμα Σάτυρος και Έρωτας (1877) και η Κοιμωμένη (1878) στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας. Ωστόσο, το 1878 εμφάνισε συμπτώματα ψυχικής νόσου και νοσηλεύτηκε μέχρι το 1902 στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Μετά τον θάνατό του πατέρα του, η μητέρα του τον έφερε στην Τήνο. Η αυστηρή γυναίκα κατέστρεφε όσα γλυπτά έφτιαχνε ο γιος της, καθώς θεωρούσε τη γλυπτική υπεύθυνη για την ασθένειά του. Μόνο μετά τον θάνατό της, το 1916, μπόρεσε ο Χαλεπάς να δουλέψει ξανά τον πηλό και να φιλοτεχνήσει μια σειρά από σχέδια με μολύβι σε χαρτί. Η τραγική ιστορία του, σε συνδυασμό με το πρότερο έργο του, προκάλεσαν το ενδιαφέρον στην Αθήνα. Το 1925 ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος διοργάνωσε έκθεση έργων του στην Ακαδημία Αθηνών, ενώ η Πολιτεία τον τίμησε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών το 1927. Το 1930 η ανιψιά του, Ειρήνη, τον έφερε να μείνει μαζί της στην Αθήνα. Σε αυτή την όψιμη περίοδο του έργου του (1930-1938) εργάστηκε εντατικά δημιουργώντας γλυπτά σε πηλό, ενώ συνέχισε να σχεδιάζει συστηματικά. Στο σχέδιο της συλλογής ο Χαλεπάς ζωγραφίζει στη μία όψη δυο ιππείς. Προσεκτικότερη μελέτη φανερώνει ότι πρόκειται πιθανότατα για το σύμπλεγμα δύο κυνηγών, καθώς ανάμεσά τους διακρίνεται ένας σκύλος. Στην πίσω όψη εικονίζεται μία γυμνή γυναίκα που ακουμπά το ένα της χέρι σε έναν κορμό δέντρου(;) και φέρνει το δεξί της χέρι στο ύψος του στήθους κρατώντας κάτι που μοιάζει με μικρό μαχαίρι – δεν αποκλείεται να είναι η Μήδεια, μορφή που επέστρεφε συχνά στο όψιμο έργο του (και εικάζεται πως σχετίζεται με τη μητέρα του). Ο Χαλεπάς δίνει τα περιγράμματα των μορφών με σίγουρη γραμμή και, παρ’ ότι δεν χρησιμοποιεί τη φωτοσκίαση, κατορθώνει να συλλάβει τον όγκο και το βάρος των μορφών (ιδίως στο γυναικείο γυμνό). Ο απλοϊκός χαρακτήρας των έργων αυτών, που μαρτυρεί την πρότερη ακαδημαϊκή του παιδεία, αποκτά πάντως έναν ιδιαίτερο εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα.
(EL)