Αν και ο ζωγράφος Βάλιας Σεμερτζίδης είχε λάβει (ανεπιτυχώς) μέρος σε έναν δημόσιο διαγωνισμό για μια βυζαντινή εικόνα του Αγίου Δημητρίου το φθινόπωρο του 1938, είναι γεγονός πως ελάχιστα τον είχε απασχολήσει η βυζαντινή τέχνη σαν ερευνητικό πεδίο. Στα χρόνια της Ρόδου, όμως, είχε την ευκαιρία να μελετήσει κάπως καλύτερα τις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες από τις εκκλησίες του νησιού και να εμβαθύνει περισσότερο. Ούτως ή άλλως, η ζωγραφική του γινόταν περισσότερο εξπρεσιονιστική εκείνα τα χρόνια, και ο καλλιτέχνης θα ήταν πιο δεκτικός σε επιρροές από τη λαϊκή και τη βυζαντινή τέχνη. Στη συγκεκριμένη παράσταση μελετά την τοιχογραφία του Μυστικού Δείπνου από την εκκλησία του αγίου Ιωάννη στο Παραδείσι. Στη βυζαντινή ζωγραφική, και αργότερα στην αναγεννησιακή τέχνη, όταν εικονίζεται η συγκεκριμένη σκηνή αποδίδεται η στιγμή που ο Χριστός ανακοινώνει πως κάποιος θα τον προδώσει: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με. καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ ἕκαστος αὐτῶν· μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε;» [Ματθ. 26,21-22]. Αυτή την παράσταση απεικόνισε ο βυζαντινός ζωγράφος και την αντέγραψε εδώ ο Σεμερτζίδης. Δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάσει ο τρόπος σύνθεσης της εικόνας, η σχηματοποίηση των μαθητών, η σοφία με την οποία ο Σεμερτζίδης μετατρέπει το βυζαντινό πρότυπο σε «δικό του» έργο. Ο Χριστός, μεγαλύτερος σε μέγεθος, καταλαμβάνει την αριστερή πλευρά. Οι μαθητές στέκονται γύρω από το τραπέζι και κάνουν έντονες χειρονομίες, ενώ ένας στα αριστερά εικονίζεται στον τύπο του φιλοσόφου (επίμονο δάνειο που φτάνει πίσω, στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή τέχνη). Περίεργη, ωστόσο, είναι η μορφή του νεαρού Ιωάννη που πέφτει στην αγκαλιά του Ιησού: εδώ, ο αγαπημένος, νεαρός μαθητής, έχει φαλάκρα – μήπως είναι μια αυτοπροσωπογραφία του ζωγράφου που εισβάλλει εκ του πονηρού μέσα στη βιβλική σκηνή;
(EL)