Ο Γεώργιος Κοσμαδόπουλος (1895-1967) γεννήθηκε στον Βόλο. Κατεξοχήν τοπιογράφος, ήταν ένας από τους εξέχοντες όψιμους εκπροσώπους του υπαιθρισμού και του ιμπρεσιονισμού στην ελληνική τέχνη του Μεσοπολέμου, με ποιοτικό έργο και πλούσια εκθεσιακή δραστηριότητα. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Λειψίας και αργότερα στην ελεύθερη ακαδημία Grande Chaumiere του Παρισιού. Στον πίνακα με τίτλο Τοπίο Αττικής παρατηρείται η διττή παιδεία του Έλληνα ζωγράφου στον γερμανικό και τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό, καθώς και η μελέτη των ειδικών συνθηκών του μεσογειακού τοπίου, όπου κυριαρχεί το έντονο ηλιακό φως δημιουργώντας μεγάλες αντιθέσεις. Ειδικότερα, εικονίζεται μια βραχώδης πλαγιά σε κάποιο σημείο της Αττικής. Όμως, το έδαφος καταλαμβάνει μόλις το ¼ της σύνθεσης, με την υπόλοιπη επιφάνεια να καλύπτεται από τη ζώνη του ουρανού. Ο ζωγράφος δίνει ενδιαφέρον περισσότερο στο πλάσιμο και την κίνηση των νεφών, τα οποία σαν στοιχείο λειτουργούν αντιθετικά τόσο σε σχέση με το έδαφος όσο και με τον γαλάζιο ουρανό. Η μελέτη της ατμόσφαιρας συνδυάζεται με το αφαιρετικό πλάσιμο των βράχων, που κάτω από το δυνατό ηλιακό φως αποκτούν ανοιχτά καφέ και ωχροκίτρινα χρώματα, με λίγες πινελιές πράσινου να υποδηλώνουν τη βλάστηση. Συνολικά, το έδαφος δουλεύεται με έναν σαφώς πιο εξπρεσιονιστικό τρόπο στον χειρισμό του χρώματος και στην πινελιά, χωρίς όμως ο ζωγράφος να ξεφεύγει από τις υπαιθριστικές αναζητήσεις του. Το έργο πιθανότατα φιλοτεχνήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ή κατά τη δεκαετία του 1950, ανήκει δηλαδή στην όψιμη φάση δημιουργίας του Κοσμαδόπουλου. Αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς η ζωγραφική της υπαίθρου, που εισήχθη στην Ελλάδα στα τέλη του19ου αιώνα, παρέμενε εξαιρετικά δημοφιλής όχι μόνο κατά τη μεσοπολεμική περίοδο αλλά και κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
(EL)