Η σύνθεση διαμορφώνεται μέσα από τις αντιθετικές σχέσεις των φωτεινών και των σκοτεινών περιοχών, σημείων όπου πυκνές συγκεντρώσεις παράλληλων καθαρών χαράξεων δημιουργούν σχήματα ή πλέγματα, δίπλα σε μεγάλες καθαρές ζώνες. Και μολονότι η εικόνα δομείται πάνω σε μια ανάπτυξη επιπέδων (από την κάτω, σκούρα ζώνη) προς το μέσον, όπου υπάρχουν ανάλογες συγκεντρώσεις σκούρων όγκων, για να καταλήξει στην πολύ πιο λιτή και άδεια πάνω περιοχή θυμίζοντας τον τρόπο χτισίματος μιας τοπιογραφίας, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να πει ότι το συγκεκριμένο χαρακτικό εικονίζει ένα τοπίο. Είναι, αντίθετα, μια αφηρημένη παράσταση που εκκινεί από το πνεύμα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και αναδεικνύει τη χειρονομία (και εν προκειμένω τη διαδικασία της γρήγορης, νευρικής χάραξης) σε εικαστικό αυτοσκοπό. Και μέσω αυτής της εκφραστικής διαδικασίας καλλιεργεί στον θεατή μια σειρά από συναισθηματικές αντιδράσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, γίνεται φανερό πως η Πασχάλη ήδη από τη δεκαετία ου 1960 στράφηκε σε μια πιο πρωτοποριακή εικαστική γλώσσα, σύμφωνη με τις εξελίξεις στο πεδίο της μεταπολεμικής τέχνης σε διεθνές επίπεδο. Η Λέλα Πασχάλη (1914-1977) σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ (1934-1938) με τον Κωνσταντίνο Παρθένη και ιδιωτικά, κοντά στον Tavy Notton, χαρακτική. Συνέχισε τις σπουδές της στη χαρακτική στο Παρίσι και την Ecole des Beaux Arts, από το 1946 έως το 1949, με δασκάλους τον Paul Lemagny και τον Δημήτρη Γαλάνη. Έζησε στη Γαλλία έως το 1963 κι ασχολήθηκε κυρίως με την εικονογράφηση βιβλίων για μεγάλους εκδοτικούς οίκους.
(EL)