Η συγκεκριμένη προσωπογραφία, που φιλοτεχνήθηκε το 1935, προέρχεται από τη σπουδαστική περίοδο του Σεμερτζίδη. Ο Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983) γεννήθηκε στο Κρασνοντάρ του Καυκάσου και ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1922. Έγινε δεκτός στην Σχολή Καλών Τεχνών το 1928 και έμεινε για τρία χρόνια στο Προπαρασκευαστικό τμήμα. Από το 1932 έως το 1936 φοίτησε στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη, ενός από τους πιο σημαντικούς δασκάλους της Σχολής κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Η διδασκαλία του Παρθένη καθόρισε το ύφος του νεαρού Σεμερτζίδη όχι μόνο κατά τη διάρκεια των σπουδών του αλλά και μετά την αποφοίτησή του, για το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 1930. Εδώ εικονίζεται ένας γέροντας. Αποδίδεται προφίλ – δεν αποτελεί, ωστόσο, επιλογή του νεαρού αυτή η όψη, καθώς οι σπουδαστές κάθονταν σε τυχαίες θέσεις τις ημέρες των εξετάσεων, ιδίως στον διαγωνισμό της κεφαλής. Μια σειρά από χαρακτηριστικά του πίνακα φανερώνουν πώς σταδιακά ο Σεμερτζίδης αφομοίωσε τη διδασκαλία του Παρθένη, που είχε ως αφετηρία το έργο του Πωλ Σεζάν. Το σχέδιο, ο τρόπος σύλληψης και απόδοσης των όγκων, το μοίρασμα του φόντου σε φωτεινές ζώνες που ζωγραφίζονται με ευδιάκριτες παράλληλες πινελιές είναι στοιχεία που δείχνουν ότι η εικόνα δεν πλάθεται απλώς και μόνο με όρους φωτός σκιάς – όπως ήταν η συνήθης πρακτική της ακαδημαϊκής διδασκαλίας στην ΑΣΚΤ εκείνα τα χρόνια. Αντίθετα, δουλεύεται με γνώση της ανάλυσης της ανθρώπινης μορφής σε επίπεδα, με κατανόηση των θερμών και των ψυχρών τόνων, την αλληλεπίδρασή τους με βάση ένα σύστημα και όχι την εμπειρική μίμηση του οπτικού ερεθίσματος.
(EL)